Δευτέρα 16 Απριλίου 2007

Τι ζωγραφίζεις; Ένα τίποτα!


…Απάντησε ο πιτσιρικάς που, σκυμμένος πάνω στο πινέλο του, ανακάτευε χρώματα απορροφημένος. Στο χαρτί πάνω αράδιαζε σπίτια, αστέρια, χαρούμενα, πονηρά ή λυπημένα πρόσωπα. Λόφους, πλοία, θάλασσες, διαστημόπλοια. Έναν κόσμο ολόκληρο από πράγματα που δεν υπάρχουν, αλλά την ίδια στιγμή έμοιαζαν απίστευτα πιο ζωντανά απ’ αυτά που υπάρχουν. Πόσο «κάτι» υπήρχε μέσα σ’ αυτό το «τίποτα»!... Για μια στιγμή, σκέφτηκα πόσο καλά θα ‘τανε όλα αυτά τα «κάτι» που υπάρχουν γύρω μας, στα πρόσωπά μας, στις πόλεις μας, να υποχωρούσαν, να άφηναν λίγο χώρο κι αυτόν να τον έπαιρνε το «τίποτα» του πιτσιρικά…

Ρωμανός. Όχι Σολωμός

Το βράδυ βλέπω τελευταία στον ύπνο μου το Σολωμό να ‘ρχεται και σαν κάτι να θέλει να μου πει. Ωραίος, σαν άνθρωπος που έχει γίνει παρανάλωμα του πάθους του, θέλοντας, μποέμ και μέθυσος εθνικός ποιητής, με σκουντάει και μου λέει: «Ρωμανού! Όχι Σολωμού, λέγεται η παραλία…». Μετά μου δείχνει έναν τυπάκο στο βάθος που παίζει ήσυχα το σάζι του, ενώ τριγύρω χορεύουν μπουλντόζες. Όπως Ρωμανού είναι η παραλία που εξιστορούσα την προηγούμενη φορά. Κύριε Διευθυντά της Μπρίζας, λάθος. (ανώτερο κ.λπ.…).

Ο βιασμός

Στις τηλεοράσεις καραδοκούσαν όλοι με αχόρταγο βλέμμα. Άνθρωποι δίνανε τη θέση τους ο ένας στον άλλο. Ένας βίαζε τον άλλο, προβάλλοντας ο καθένας τη δική του προσωπική εμπειρία βιασμού πάνω στους άλλους. Άντρες, γυναίκες. Έλληνες, Ανατολικοευρωπαίοι μετανάστες, Δυτικοευρωπαίοι επενδυτές. Υπουργοί, τηλεπαρουσιαστές, καθηγητές, γονείς. Στο τέλος μπερδεύτηκα. Μα ποιος είναι εδώ ο (πιο) ένοχος; Σκέφτηκα λογικά. Ό,τι πάντα. Αυτοί που (μια και φωνάζει ο κλέφτης πάντα), διαμαρτύρονται πιο δυνατά απ’ όλους, αμυνόμενοι της ηθικής ημών, κι όταν αλλάζουν τα δεδομένα πιο ένοχα σιωπούν. Μ’ αυτή τη σκέψη ηρέμησα. Έβγαλα την ουρά μου απ’ έξω.

Ο Υπεράνθρωπος

…κατάπιε δυο υπερστραγάλια, έριξε την μπέρτα του πίσω και βούτηξε στο κενό. Έσωσε ένα ραδίκι από ένα σαλιγκάρι που πήγαινε να το φάει, σώζοντας συγχρόνως και το σαλιγκάρι από μια στρουθοκάμηλο που παραλίγο να το πατήσει, ενώ ένας κυνηγός σημάδευε τη στρουθοκάμηλο κι έτσι έσωσε κι αυτήν παραμερίζοντας τον κυνηγό, ο οποίος κινδύνευε χωρίς να το ξέρει από μια μοτοσυκλέτα που ερχόταν καταπάνω του, ενώ ο αμέσως επόμενος στόχος του ήταν μια κολώνα της ΔΕΗ. Ο Υπεράνθρωπος έσωσε τον μοτοσυκλετιστή ενώ συγχρόνως έσωσε και την κολώνα από ένα κεραυνό που ετοιμαζόταν να πέσει πάνω της, χάρη στο αλεξικέραυνο δαχτυλάκι του. Ο κεραυνός σώθηκε, καθώς μέσω του αλεξικέραυνου υπερδάχτυλου, διοχετεύτηκε στο κύκλωμα της ΔΕΗ κι έτσι απέκτησε μια σταθερή δουλειά στο Δημόσιο, ενώ σταματώντας τον καμικάζι έσωζε τη χώρα από τα εκρηκτικά που κουβάλαγε μαζί του και σχεδίαζε να τοποθετήσει, μια και ήταν μέλος της Αλ Γκάιντα. Έτσι, άθελά του, έσωσε και την Αλ Γκάιντα, γιατί η όλη επιχείρηση παρακολουθείτο από τη Σκώτλαντ και θα το κάρφωνε στον Πρόεδρο Βους. Ο τύπος είχε το τηλέφωνο του Αρχηγού στην κωλότσεπη. Το πράγμα είχε αρχίσει να γίνεται πολύπλοκο. Εκείνη τη στιγμή, έπιασε με την υπερακοή του τον ήχο από ένα σμήνος ιπτάμενους δίσκους που ετοίμαζαν εισβολή στον πλανήτη. Τινάχτηκε επάνω και το επόμενο λεπτό τους είχε περικυκλώσει και σουτάρει στο Υπερδιάστημα. Έσωσε έτσι τον πλανήτη και μαζί τον Αρχηγό και τον πρόεδρο Βους.
Έκατσε στη σκιά ενός καταπέλτη να ξεκουραστεί. Χου ρε πούστη μου δουλειά!... σκέφτηκε. «Αυτή τη στιγμή θα ‘μουν αραγμένος με την Λόις Λέει Δε Λέει. Τα σώματά μας θα αγγίζονταν. Σε λίγο θα ανησυχούσα μήπως το υπερσπέρμα μου διατρυπούσε το λαχταριστό σώμα της Λέει Δε Λέει. Ω, φρίκη!»
Ο Υπεράνθρωπος πήρε το δρόμο για την καλύβα του.Άναψε το κερί και πριν το σβήσει σκέφτηκε: «Καλύτερα να την πέσω. Αύριο με περιμένει πάλι μια δύσκολη μέτα».
Ο Υπεράνθρωπος σηκώθηκε από το κρεβάτι του. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη του, έβαλε Μπρηλ-Κρημ, έφτιαξε τη χωρίστρα του και έπλυνε τα δόντια του. Η οδοντόκρεμα έγραφε «για πιο αστραφτερό χαμόγελο». Χαμογέλασε κι όντως άστραψε πάνω από την πόλη και τους ουρανοξύστες. Κοίταξε το ρολόι του και σκέφτηκε: «έχω αργήσει!»
Ε, όχι κύριε τριαντάρη μου ότι είναι το ίδιο οι Δημοκρατικοί με τους Ρεπουμπλικάνους. Τι Άννας, τι Καϊάφας; Τι Πλαστήρας, τι Παπάγος; Τι μπρόκολα, τι λάχανα;… Οι μεν σκότωσαν 6.000 Σέρβους. Οι δε 600.000 Ιρακινούς. Δεν είναι το ίδιο. Ας μην εξομοιώνουμε τον serial killer με τον στυγερό δολοφόνο. Δεν είναι ίδια τα μεγέθη. Τι δηλαδή; Φύλλα του τετραδίου, φύλλα και του δέντρου, ένα και το αυτό;
Αυτή η λατρεία των απόλυτων χρωμάτων, πάντα εξαφάνιζε την ενδιάμεση ποιότητα των αποχρώσεων. Γι’ αυτό χαιρετίζουμε και την άνοδο του Συνασπισμού στις Νομαρχιακές Εκλογές τα Λατινικής Αμερικής!
(ΈΝΩΣΗ ΜΕΤΡΙΟΠΑΘΩΝ ΕΞΤΡΕΜΙΣΤΩΝ ΤΑΓΜΑ ΟΣΙΑ ΣΑΛΩΜΗ)




ΜΕΓΑΛΑ ΑΝΑΠΑΝΤΗΤΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ

- Ποια είναι η κρυφή σχέση ανάμεσα στη δυσκοιλιότητα του Κιμ Ιλ Γιογκ και τη ρίψη της πυρηνικής βόμβας από τη Βόρεια Κορέα;
- Γιατί οι Έλληνες δεν αναλαμβάνουν την παγκόσμια διακυβέρνηση, αφού πάντα είχαν κορυφαίους πολιτικούς και στις ΗΠΑ και στην Ρωσία, παλιότερα ΕΣΣΔ; (Δεν ξέρουμε για Κίνα…)
- Έχουν οι εξωγήινοι (αν υπάρχουν) λόξυγκα;
- Υπάρχει ομοφυλοφιλία σε είδη όπως σαλιγκάρια, θαλάσσια κήτη, γαρίδες, κουνούπια κ.λπ.;
- Υπάρχει πρόβλημα χωρίς λύση και τι πρόβλημα είναι αυτό;
- Πώς αποδεικνύεται ότι δε μπορούμε να ‘μαστε σε δυο μέρη συγχρόνως;
- Υπάρχει μυρμήγκι που δεν έχει δει ποτέ του μύγα;
- Τι κρατάει πιο πολύ: Η αρχή του τέλους ή το τέλος της αρχής;
- Πόσα ήταν τελικά τα κουμπιά της Αλέξαινας;
Περισσότερα Αναπάντητα Ερωτήματα την άλλη βδομάδα. Στείλτε και τα δικά σας Α. Ε. στην Μπρίζα (email: briza@otenet.gr) και κερδίστε πλούσια δώρα!


Η ΠΛΗΡΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΛΟΓΙΚΗΣ

Ο Κουρτ Γκέντελ δούλευε πάνω σε ένα καινούριο θεώρημα περί πληρότητας της Λογικής. Το θέμα αυτό τον είχε ταλανίσει ώρες, μέρες, μήνες, Χρόνια! Κάθε φορά, όμως, που ένιωθε έτοιμος να το ολοκληρώσει, στην αρχή ασυναίσθητα, αποφάσιζε να βγει για ένα κι ενστικτωδώς τελευταίο περίπατο. Εκεί, καθώς χανόταν για ώρα μες στο κοντινό δάσος, έβρισκε τον εαυτό του να ανακαλύπτει καινούριες παραμέτρους στο πρόβλημα, κρυμμένες παγίδες, και νέα ολοκληρώματα και (α)πιθανοδυναμικές συχνότητες. Γύριζε λοιπόν στο εργαστήρι και ριχνόταν πάλι με τα μούτρα στην απόδειξη μέχρι τα όριά της, ώσπου πάλι, λίγο πριν, θα ‘βγαινε ξανά για την τελευταία του βόλτα. Αυτό έγινε και ξανάγινε πολλές φορές, μέχρι που ο Γκέντελ άρχισε να αυτοπαρατηρείται. Πάνω στον τελευταίο, τον αυτοπαρατηρητικό περίπατο, είχε αποφασίσει να επιστρέψει στο γραφείο του και να ολοκληρώσει το θεώρημα χωρίς παραπέρα καθυστερήσεις!
Στο δρόμο ένα νέφος από μη παράλληλες θεωρήσεις του προβλήματος άρχισαν να του παρενοχλούν συστηματικά τη βεβαιότητα. Φτάνοντας στο κατώφλι του γραφείου, είχε ήδη αποφασίσει ότι το θεώρημα πληρότητας δεν είχε άλλη κανονιστική ισχύ πέραν απ’ την κανονιστικότητα. Έμοιαζε μπλεγμένος σ’ ένα χωρίς όρια απειρισμό του εαυτού ή του ειδώλου του…
Στο μυαλό του ξαφνικά φανερώθηκαν όλα και, σαν κάποιος που ξαφνικά και απροειδοποίητα κάνει μεταβολή και παίρνει πίσω όλο το δρόμο που για καιρό έκανε …κλείστηκε στο εργαστήρι για τρεις μέρες και τρεις νύχτες ξαναγράφοντας απ’ την αρχή το θεώρημα. Όταν τελείωσε, ήξερε μ’ ένα κρυφό μειδίαμα θριάμβου, ότι τώρα μπορούσε πια να ανακοινώσει ένα συστηματικό εργαλείο με πανανθρώπινη εμβέλεια: «Το θεώρημα περί της μη πληρότητας της λογικής».
Δεν πέρασε λίγος καιρός κι ένας νέος ακόμα μουσικός, ο Αλμπερτ Αϊνστάιν, διασκεύασε αυτό το συμφωνικό έργο σε μια πιο ποπ εκδοχή φτιάχνοντας μια μπαλάντα, τη «θεωρία της Σχετικότητας», που έκανε θραύση, ανατινάζοντας τα charts σ’ όλο τον κόσμο.
Οι δισκογραφικές εταιρίες έκαναν χρυσές δουλείες, κανείς όμως δεν θυμήθηκε ποτέ το φουκαρά το Γκέντελ. Δεν πειράζει όμως. Αυτό αποδεικνύεται κι απ’ το γεγονός ότι «όλα είναι σχετικά» ή και «όλα είναι μια ιδέα», όπως είχε πρωτοπεί ο Πλάτωνας, αλλά και ότι η Λογική δεν έχει καμία μα καμία πληρότητα, κι αυτό είναι το πρόβλημα, άλλο τόσο όσο είναι και παρήγορο…


Η ΑΛΗΘΕΙΑ

Καθόμουν στον ψεύτικο κόσμο. Εκεί σε ένα ψεύτικο καφενείο κι άκουγα τους ανθρώπους να ανταλλάσσουν ψέματα μεταξύ τους. Μπροστά μου, ένας ψεύτικος ορίζοντας, φτιαγμένους από ψεύτικους μηχανικούς με ψεύτικα πτυχία.
Τι ωραίες είναι, ψεύτικα σκεφτόμουν, οι ψεύτικες γυναίκες! Τι ωραίες οι γυναίκες των άλλων!... σκέφτηκα, καθώς μια ψεύτικα ωραία, με ψευτοκώλο, κάπου ψευτοσέξι, έφυγε με μια καρέκλα από φορμάικα ψεύτικου ξύλου, που προηγουμένως, ψεύτικα ευγενικά, μου είχε ζητήσει. Προσπάθησα να αισθανθώ, ψεύτικα να γλυκομιλήσω, ψεύτικα να την πλησιάσω, κάνοντας τον ψευτοαληθινό, μα δεν μου βγήκε. Εξακολούθησα να κάθομαι στην ψευτοκαρέκλα μόνος. Η μοναξιά μου ήταν αληθινή.

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

O John Forester Gap, τετραπληγικός, παράλυτος εκ γενετής, είχε δεχτεί να πάρει μέρος σε κάποια πειράματα καταγραφής των εγκεφαλικών σημάτων. Ενώ σκεφτόταν λοιπόν, ένα μεγάλο scanner κατέγραφε κάθε εγκεφαλική του δραστηριότητα που καταγραφόταν σε υψηλές συχνότητες. Μέχρι που οι επιστήμονες αποφάσισαν να αντιστρέψουν τη διαδικασία. Ο νεαρός εγκέφαλος γρήγορα προσαρμόστηκε και κατάφερε να δίνει οδηγίες στο computer, παίζοντας μάλιστα διάφορα video-game και κερδίζοντας πίστες! Στο εγγύς μέλλον, ανακοίνωσαν οι έκπληκτοι επιστήμονες, θα μπορεί ο ανθρώπινος εγκέφαλος να κινεί ολόκληρα συστήματα, ακόμα και βιονικά ανθρώπινα μέλη! Ωραία σκέφτηκα, μπορεί να μετά να βρουν και τρόπο ώστε ο εγκέφαλος να κινητοποιεί και φυσικά ανθρώπινα μέλη! Ώστε θα βρω τον τρόπο κι εγώ ο Διανοούμενος να σηκωθώ επιτέλους απ’ το κρεβάτι!...
Σας μπέρδεψα ε; Όχι, όχι μην είστε ευγενικοί μαζί μου! Παραδεχτείτε ότι σας μπέρδεψα. Όχι, όχι, δε φταίτε εσείς, εγώ φταίω. Μα μην επιμένετε καλέ… κι εγώ σας αγαπάω... εντάξει, εσείς φταίτε!
ΠΑΤΡΑ 1
Σήμερα έχω γεμίσει φωτιά. Η Πάτρα, παλιά πουτάνα αρχόντισσα, μ’ αγκαλιάζει στο λιμάνι της και τις νεοκλασικές πλατείες. Έχω αφήσει πίσω την παραλία μου με μια λαμπερή ξαστεριά τυλιγμένη με ομίχλη και λείπω. Δηλαδή είμαι στο στοιχείο μου. Κι όμως και ‘δώ με κυνηγάνε οι χρωματιστές γραμμές που συγκρούονται σα λούνα παρκ κουρσάκια. Χορεύουν μες στα μάτια μου και γεμίζουν μ’ αυτές ό,τι υπάρχει. Ό,τι υπάρχει, μεγάλη κουβέντα, αφού ακόμα ψάχνω να βρω τι υπάρχει πέρα κι απ’ αυτό που υπάρχει. Τις μάζεψα από αεροπλανικά σύννεφα που σκίζουν το Νότιο ουρανό, διαγραμμίσεις που παραβιάζω διαρκώς, στα χιλιόμετρα που κάνω της εθνικής και χορεύουν με τις ρόδες μου. Τις κουβαλάω ακόμα μαζί μου, πάνω σε ξύλα και κεραμίδια που μαζεύω στις αμμουδιές. Στο πρωινό μου σήμερα όνειρο, γέμιζα μ’ αυτές το λευκό κορμί της δανεικής μου Δουλτσινέας που καμπυλωτά με υποδέχεται πάντα, στο κάστρο της ψηλά, περήφανη σα μακρινό αστέρι, μπλε. Ύστερα θα τις ακολουθούσα πάνω τους βαδίζοντας, καθώς θα γινόμουν τόσο μικρός, σαν ένας νάρκισσος τυφλός που ψάχνει έστω μια αντανάκλαση της αντανάκλασης.
«Ωωωωωω… τι λες ρε άτομο! Τι είπε τώρα! Φέρε ένα ούζο ακόμα στον καλλιτέχνη».

ΠΑΤΡΑ 2
Μόλις θυμήθηκα ότι είμαι ο φτωχός και μόνος καλλιτέχνης! Βρισκόμαστε ακόμα στο κόλλημα με την Πάτρα. Όταν (ακόμα) νόμιζα ότι ζούσα και κολυμπούσα με μεγάλες απλωτές στον αφρό της επιφάνειας, κάπου την είχα δει λίγο περίεργα με την Πολιτιστική της πρωτεύουσα. Τα εκατομμύρια φαγωμένα πριν ακόμα αρχίσει. Από τύπους που μας έβριζαν ως κουλτουριάρηδες - εξαιρείται ο αδερφός του Ανδρέα Μικρούτσικου, που ήταν! Κι ύστερα στην οθόνη του μυαλού μου τυπωμένη η μορφή μιας τσιγγάνας που ούρλιαζε μπροστά απ’ τις μπουλντόζες: «ποιος είναι αυτός ο Νταβίντσι που μας πετάει απ’ τις καλύβες μας! Πού είναι, θέλω να πάω να τον δω!».
…Ήταν η εποχή που δε μπορούσε δα να γίνεται έκθεση κοτζάμ Da Vinci και δίπλα να υπάρχουν καταυλισμοί τσιγγάνων!...
Ήθελα να τυπώσω ένα μεγάλο κόκκινο Χ (βοήθεια μας Αγ. Ανδρέα μου), εγώ ο ακτιβιστής της Τέχνης και πάνω να λέει «ΠΡΟΣΟΧΗ. ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ!». Αυτό θα χρησιμοποιούσα και σαν αφίσα για την ομαδική έκθεση που θα έστηνα. Αλλά γι’ αυτό χρειαζόμουν καλλιτέχνες που δε θα είχε καλά χωνέψει η εκπαίδευση και η καριέρα. Και δε βρήκα. Ή δεν έψαξα αρκετά, ο τεμπέλης Δον Κιχώτης. «Σήκω ρε να χτυπήσεις τους ανεμόμυλους!». «Μπα είναι Δευτέρα σήμερα, δε δουλεύουν!». Ε… και μετά σκέφτηκα ποιος νοιάζεται για την Π.Π., εδώ μας κλέβουν από παντού, έχουν πουλήσει τις λέξεις όλες, τα χρώματα, τα νοήματα και έχουν στοιχεία ότι υπογράφαμε και ‘μείς πανευτυχείς για να γίνει αυτό! Χαμογελούσαμε και στο φωτογράφο…
(Όχι συγνώμη. Αυτό δεν είναι τέλος. Απλώς μετά αναθεώρησα τη στάση μου και αποφάσισα να μην έχω πλέον στάση. Δηλαδή, να κινούμαι!).


ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

Εδώ κάτω, όλα έχουν αρχίσει και τρέχουν γύρω μας. Περνάει ο καιρός, τρέχει ο εξωτερικός χρόνος. Ακόμα δεν κατεβάσαμε τα γαρύφαλλα. Δεν προλάβαμε ν’ αλλάξουμε τα ρούχα μας, καπνισμένα απ’ την επέτειο της 17 Νοέμβρη και γύρω αρχίζουν να στολίζουν για τα Χριστούγεννα! Τώρα θα πρέπει να ετοιμαζόμαστε, να ‘μαστε ελαφρώς φτιαγμένοι και να γυρνάμε από πάρτι σε πάρτι, να κάνουμε δώρα σ’ ανθρώπους που μια φορά το χρόνο βλέπουμε. Να ντυθούμε Άι-Βασίλης, να στολιστούμε σα δέντρο, να χαρούμε που μπαίνει ο Νέος Χρόνος κι ας υποπτευόμαστε ότι θα μας κάνει τις ίδιες μαλακίες με τον παλιό, και μετά, ώσπου να μας περάσει το χανγκ-όβερ, θα ‘χουνε έρθει οι Απόκριες. Τότε θα μπορούμε να ντυθούμε πραγματικά με τον τρόπο που μας ταιριάζει, λέγοντας πως το κάνουμε γι’ αστείο.
Οι ίδιοι άνθρωποι που επίμονα ζητούσαν να ‘μαστε σοβαροί και όλο προσχήματα, τώρα ζητούν απότομα να ‘μαστε ερωτικοί κι αυθόρμητοι κι αστείοι.
Νοιώθω το χρόνο να τρέχει. Τα περιθώρια να μ’ αγκαλιάζουν. Μόλις πριν λίγο ανατινάξαμε την Άνοιξη για λογαριασμό της Ανάστασης και τώρα πάλι πρέπει να βρω ουράνια τόξα να πλέξω στα μαλλιά μου και να βγω στον ήλιο και την αισιοδοξία του καλοκαιριού. Α, και μην ξεχάσω γρήγορα μετά να μπω στη φθινοπωρινή περίσκεψη και μελαγχολία γιατί αρχίζει πάλι η δουλειά. Μετά είναι η επέτειος του ΟΧΙ, όπου γιορτάζουμε για λογαριασμό όλων των τόσων ναι που λέμε στη ζωή μας. Μετά η Πρωταπριλιά, η Σαρακοστή, τα Γενέθλια… Πού βαδίζουμε κύριοι; Ένας φίλος από τότε που το ‘ριξε στο ψάρεμα κατάφερε να συμφιλιωθεί επιτέλους με το Χρόνο. Υπεύθυνος γι’ αυτό ένας μπάρμπας του που του είχε πει: «Γαμ… δε γαμ…, ο καιρός κυλάει.»





Μ.Α.Ε. (Μεγάλα Αναπάντητα Ερωτήματα)

- Το Σύμπαν είναι Πεπερασμένο, Άπειρο ή απλώς Έμπειρο;
- Το αυγό ή η κότα έγινε πρώτα;
- Πόσοι κόκκοι ζάχαρης υπάρχουν πάνω σ’ ένα μέσο κουραμπιέ;
Υπάρχει τελικά μέσος κουραμπιές ή μέσος άνθρωπος, ή είναι κι αυτό ένα στατιστικό φάντασμα;
- Υπάρχει μετά θάνατον ζωή;
- Μήπως υπάρχει και προ της Σύλληψης;
- Υπάρχει κάτι πέρα κι απ’ αυτό που δεν υπάρχει;
- Μπορεί ο Παντοδύναμος Θεός να φτιάξει μια πέτρα τόσο βαριά που να είναι ασήκωτη ακόμα και για τον ίδιο;
- Είναι η θρησκεία μια υπερτιμημένη μέθοδος ψυχοθεραπείας;
- Υπάρχει τελειότητα στη σχετικότητα και αντιστρόφως;
- Αφού η Γη γυρίζει, πόσο πρέπει να τρέξουμε για να μείνουμε ακίνητοι εν τέλει;
- Τι είναι αυτό που θέλουν τελικά οι γυναίκες;
(περισσότερα Μ.Α.Ε. σε λίγο)
ΤΟ ΠΕΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ

Είναι μια κίνηση αμηχανίας που ξορκίζει ωραία την απειλητική στασιμότητα του χρόνου. Απειλητική τόσο, όσο μπορεί να είναι και το πέρασμά του. Μετά, αυτή σου η κίνηση απλώνει γύρω το γοητευτικό σου κατόρθωμα (την τρύπα στο νερό) με αλλεπάλληλους κύκλους στην επιφάνεια.
Αν δεν υπήρχαν κάποια προβλήματα που σχετίζονται με τη Φυσική, αυτοί οι κύκλοι θα συνέχιζαν να απλώνονται, σκεπάζοντας και τις 7 θάλασσες, δίνοντας το μήνυμα «Έι! Προσοχή! Ένας αδερφός μας βαριέται!»
Εγώ πάλι, ποτέ δεν είχα τύχη στο πέταγμα της πέτρας. Κάθε βολή σχεδόν ήταν για μένα μια απογοητευτική εμπειρία. Κάποτε, που μου είχε δώσει στα νεύρα η σταθερή αποτυχία μου σε ό,τι κι αν έκανα εκείνο τον καιρό, κατέβηκα στην παραλία να πετάξω πέτρες στη θάλασσα. Αυτό τουλάχιστον μπορούσα να το κάνω. Ένα σκέτο υπόκωφο «μπλουμ» θα με επιβράβευε. Δυστυχώς η πρώτη και η δεύτερη που έπιασα ήταν ελαφρόπετρες! Έφυγα βρίζοντας… Άλλοτε πάλι έριχνα πέτρες να πετύχω ένα βράχο. Προφανώς δεν τα κατάφερνα. Οργισμένος έπιασα μια πολύ μεγάλη πέτρα και την έριξα. Μετά από λίγο είδα αίμα στο νερό. Είχα πετύχει τον ψαροτουφεκά! Τελικά, ό,τι κι αν κάνεις, κάπου, πρέπει να σου ταιριάζει. Να είσαι γεννημένος γι’ αυτό. Να αλληλοσυμπληρώνεται μαζί σου, όπως π.χ. το αρσενικό με το θηλυκό… Προσπάθησα να κάνω παπάκια στο νερό, αλλά κι εκεί απέτυχα. Τώρα κουβαλάω παντού όπου πάω μια μαύρη πέτρα μαζί μου. Έτοιμος να την πετάξω πίσω μου, όταν βρεθώ σ’ ένα καταραμένο τόπο, ώστε να μην ξαναγυρίσω εκεί. Έτσι όμως όπως όλα είναι σχετικά, μπορεί και να αλλάξω γνώμη. Οπότε κουβαλάω και μια άσπρη πέτρα να την πετάξω πίσω μου κι αυτή, για να αναιρέσω την προηγούμενη οδηγία. Αν ήμουν ο Δευκαλίωνας, θα πήγαινα σε ένα φρεσκο-οργωμένο χωράφι κι ακολουθώντας σταθερά το μύθο, θα έριχνα όσες πέτρες έχω εκεί κι ευθύς ένας καινούριος λαός θα φύτρωνε. Μια νέα γενιά ανθρώπων! Αυτή θα ‘ταν οικογένεια Πετρόπουλου…







ΤΟ ΑΝΕΚΠΛΗΡΩΤΟ

Ερωτεύομαι σπανίως όσο και συχνά. Είναι κάτι που δεν μπορώ να εξηγήσω εύκολα, κυρίως γιατί προτιμώ πάντα να μην το εξηγώ. Φορτωμένος από τα τελευταία μου χιλιόμετρα, παρκάρω σε μια γωνιά του δρόμου και σκέφτομαι τι είχα ακριβώς να κάνω τώρα!.. Στην απέναντι γωνία του δρόμου είναι ένα γυμναστήριο. Αυτά με την τζαμαρία που πίσω της μπορείς να δεις ανθρώπους να ιδροκοπούν, παλεύοντας να χτίσουν ένα τέλειο σώμα. Ένα τέτοιο σώμα, στο διάδρομο κινείται τώρα απέναντί μου. Ανήκει σε μια όμορφη καστανόξανθη κοπέλα, με άσπρο δέρμα και κόκκινα χείλη, 25 το πολύ χρονών. Τρέχει επάνω στον ιμάντα κι ενώ τρέχει, βρίσκεται συνεχώς στο ίδιο σημείο! Μαγεύομαι κι εγώ τότε και στέκω εκεί. Την παρακολουθώ να τρέχει προς το μέρος μου κι όμως ποτέ να μη με φτάνει. Όπως η ουτοπία. Νομίζω ότι έχω ήδη ερωτευτεί. Μαθαίνω τα προγράμματα της επιχείρησης. Παρακολουθώ κάθε πότε έρχεται στο γυμναστήριο η ωραία άγνωστη. Τώρα είμαι εκεί κάθε εβδομάδα και τη βλέπω να τρέχει προς το μέρος μου. Είμαι σχεδόν ευτυχισμένος!
Ή απλώς ηλίθιος.
Α=Γ.gr (ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ)

Αυτές τις μέρες ανακοίνωσε ο ΟΗΕ την κατάταξη χωρών πάνω στην φετινή πρόοδο για τα θέματα ισότητας των δύο φύλων. Μόλις διάβασα την λίστα ένιωσα ρίγη εθνικής υπερηφάνειας να με κατακλύζει! Την πρώτη θέση έχει η Σουηδία, ενώ την τελική, στο νούμερο 124, η Σουηδική Αραβία. Ο Ελληνικός πολιτισμός λοιπόν έκανε πάλι το θαύμα του: Κατέχουμε την θέση νούμερο 69! Τι λαμπρό μάθημα στην Ανθρωπότητα! Τι άφθαστη σημειολογία, δείχνοντας ουσιαστικά τη μόνη στάση που επιτυγχάνεται η ισότητα ανάμεσα στα δυο φύλα…
Πιο πριν, μετά ή έξω από αυτήν, η σχέση δεν είναι παρά μια αδυσώπητη τραμπάλα, που όποιον χτυπήσει, άντρα ή γυναίκα, βλέπει απλά τον ουρανό σφοντύλι.

Α=Γ.gr (2) (ΑΘΗΝΑ)

Συνήθιζα να μιλάω με τους συναδέλφους στην δουλειά, όταν θέλαμε να ζεστάνουμε λίγο το κλίμα, για γυναίκες. Δούλευα τότε σε μια εταιρεία που είχε να κάνει κατά κάποιο τρόπο με την αναπαραγωγή της πραγματικότητας. Ξαφνικά ο χώρος γέμιζε χιουμοριστικούς υπαινιγμούς, πονηρά βλέμματα κι έναν αέρα σιγουριάς, απέναντι στα ωραία μαστοφόρα θηράματα.
Θύμιζε κουβέντα κυνηγών ή ψαράδων. Όλοι δαφνοστεφανομένοι με θριάμβους. Κάτι ψάρια να! Κι όταν δεν έπιαναν τα ψάρια, προφανώς έφταιγαν αυτά που δεν μπορούσαν να ανταπεξέλθουν στο ρόλο του θηράματος. Μετά θυμήθηκα που μοιάζανε με τις κουβέντες που ‘κάναν οι γυναίκες μεταξύ τους. Αυτές, που πιο πολύ αγαπάν τους άντρες, συναγωνίζονταν στο να τους βρίσουν πιο πολύ. Ιδίως αυτούς που πιο πολύ αγαπάνε. Μετά σκέφτηκα πως κακός λένε ότι ο έρως είναι τυφλός. Αλλήθωρος είναι, αλλήθωρος ο καημένος…

ΤΟ ΦΕΝΓΚ ΣΟΥΙ (ΚΑΛΑΜΑΤΑ)

Η Ελπίνα είχε πίστη σε αυτό που έκανε. Το είχε σπουδάσει στην Αθήνα και στο εξωτερικό. Φενγκ Σουι, Ρέει Κει και άλλες τεχνικές θετικής ενέργειας, που δεν θυμάμαι τώρα. Το σύστημα που εγκατέστησε στα γραφεία της Εφημερίδας, θύμιζε συνοικισμό μετά από βροχή. Κουβάδες παντού, κατσαρόλες και άλλα δοχεία, όλα γεμάτα νερό, με σωληνάκια που έρεαν παντού κάνοντας θόρυβο. Με το που έμπαινες, ένιωθες μια ακατάσχετη τάση για κατούρημα.
Όμως η Ελπίνα επέμενε. Η Θετική Ενέργεια του Ρέοντος Ύδατος θα πέρναγε μέσα στο υποσυνείδητο των συντακτών (και του αρχισυντάκτη). Από εκεί θα έβγαινε ανάμεσα από τις γραμμές των άρθρων της Εφημερίδας μας κατευθείαν μέσα στο υποσυνείδητο του Αναγνώστη κι ύστερα ακτινοβολώντας θα απλωνόταν σε όλο τον υπόλοιπο πλανήτη! Ένα θετικό μήνυμα. Μια έκρηξη αισιοδοξίας που μέχρι και το φαινόμενο του θερμοκηπίου θα μπορούσε να αντιστρέψει. Ήδη θα το ‘χεις καταλάβει Αναγνώστη μου απ’ την στιγμή που άνοιξες τις σελίδες της Εφημερίδας. Όχι, όχι μη μας ευχαριστείς.
Υποχρέωση μας…



Η Ζαρντινιέρα (Θεσσαλονίκη)

Ο Δήμαρχος της Συμπρωτεύουσας είχε καταφέρει τον μαγικό συνδυασμό καλλωπισμού της πόλης όσο και σωφρονισμού. Οι ζαρντινιέρες που είχε αντικαταστήσει μπορούν να τσακίσουν τους Αμέτοχους Νεαρούς αποτελεσματικά πράγμα που θα μας βοηθούσε να συμφιλιωθούμε με την ιδέα του τσακίσματος και όλων των Άλλων. Μόλις λοιπόν η Ζαρντινιέρα συνάντησε τον Άτυχο Κύπριο Διερχόμενο Νέο (που για λόγους συντομίας θα αποκαλούμε ΑΚΔΝ), έπεσε και τον χτύπησε αλύπητα σε όλο του το σώμα. Τον εξολόθρεψε. Το σώμα ασφαλείας, έδωσε εξηγήσεις με άφθαστο σαρδίνειο black χιούμορ. Το σώμα των αρχόντων έδωσε συγνώμη με ορατή υποκρισία. Την ίδια στιγμή τους διάφορους γύρω πολέμους που διεξάγονται στις στήλες των εφημερίδων συνέχιζαν να μετράνε σώματα αμάχων που έπεφταν. Κάθε σώμα χρειάζεται το άλλο σώμα για να υπάρξει.
Σκέφτηκα ότι ο στόχος τελικά ίσως να είναι οι αθώοι και μόνο αυτοί. Χωρίς αυτούς θα’ μασταν άπαντες μπλεγμένοι σ’ένα δίχτυ συνοχής, που θα μπορούσε να καλύψει τους πιο ύπουλους, τους πιο καλά κρυμμένους. Τις γλίτσες. Τους πλέον σκοτεινούς. Τους πραγματικούς δηλαδή εχθρούς.
ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ (Mr. Laurens) (Βόρειος Πόλος)

1. Ο καλός ο ταξιδιώτης, λένε, δεν ξέρει που πάει. Ο καλύτερος δεν ξέρει ούτε κι από πού έρχεται.
Εγώ δεν ξέρω, καν με ποιο αυτοκίνητο (ή τρένο, ΚΤΕΛ, κ.λπ.). Το λέω γιατί κάπου θα έπρεπε να αναφερθώ (και να τιμήσω βεβαίως, βεβαίως) στο καινούργιο μου αυτοκίνητο. Ένα seventy’s (σεβεντιά!) γιαπωνέζικο με μεταλλικό χρώμα, σαν αυτά που είχαν οι ντετέκτιβς σε παλιές ταινίες και κάναν το Λος Άντζελες μαντάρα. Ο Σαφτ ας πούμε, για όσους θυμούνται. Τώρα ποιο έγκλημα (ή θαύμα) πρόκειται να εξιχνιάσω… τι να σας πω. Θα δείξει μέχρι τα Χριστούγεννα, φαντάζομαι.

2. Προσπερνάω χωριά και πόλεις στολισμένα με χριστουγεννιάτικα Δημοτικά φώτα. Η βροχερή Πάτρα είναι μια έκπληξη. Τα φώτα ανακατεύονται με τις σταγόνες στο παρ μπριζ. Βουβές μουσικές που ανακατεύονται.

3. Αυτές τις μέρες δούλευα πάντα σαν Άγιος Βασίλης (βλ. φωτό). Ένα αυθεντικό αίσχος χαρμολύπης. Με είχαν μαζί με άλλους άστεγους και μαζωματάρηδες έξω από super market και καταστήματα παιχνιδιών για να φωτογραφιζόμαστε με τα παιδάκια. Το πλαστικό μούσι φορεμένο όπως όπως, η ψεύτικη κοιλιά να μου πέφτει. Άδεια κουτιά παπουτσιών στο σάκο με φιόγκους και τα παιδιά με ένα αμήχανο χαμόγελο δίπλα μου να περιμένουν να τελειώσει η φωτογραφία για να φύγουν. «Μαμά ο Άγιος Βασίλης βρωμάει!»
Κι όμως, πιτσιρικάς μ’ άρεσε να φοράω ένα σκούφο Άι Βασίλη και να μαζεύω παλιά παιχνίδια μου και να τα δίνω στα φτωχαδάκια της γειτονιάς. Όταν μεγαλώσω, σκεφτόμουνα, θα φτιάξω μια Εταιρεία Άι Βασίλη που θα μάζεύε όλο το χρόνο γράμματα με επιθυμίες. Θα ‘χα προσωπικό να μαζεύει προσφορές από παντού και να οργανώνει υπηρεσίες. Μέχρι που την παραμονή το βράδυ θα βγαίναμε να μοιράσουμε ό,τι μπορούσαμε περισσότερο, γεμίζοντας το παραμύθι με αλήθεια, χορογραφώντας τις επιθυμίες των ανθρώπων. Θα αποδείκνυα έτσι ότι κάλλιστα ο Άι Βασίλης (μπορεί να) υπάρχει! Έτσι, όπως η (αυτό που λέμε) Πραγματικότητα, Δεν Υπάρχει.
Τώρα, οι Εταιρείες Άι Βασίλη που συνάντησα, είναι κάτι ενοικιαστές κομπάρσων με κιτρινισμένα χέρια απ’ το τσιγάρο, σε σκονισμένα γραφεία της πλατείας Κάνιγγος μόνο. Α και κάτι άλλες, ροζ με κουνελάκια ντυμένα Άι Βασίλη, που ‘ρχονται ντιλίβερι στο σπίτι. Τα παράτησα αφού έσκισα κάτι ζευγάρια ζαρτιέρες και αφού φράκαρα ξανά στην καπνοδόχο. Άσε που τα παλιόπαιδα είχαν αφήσει αναμμένο και το τζάκι…

4. Τώρα λέω να δουλέψω σαν χριστουγεννιάτικο δέντρο…
Το οχυρό 16 (σπίτι)

Προσπαθούμε να δούμε στην τηλεόραση τη συνέχεια από τους Μόντι Πάιθονς: «Οι Ιππότες της Ελεεινής Τραπέζης» αλλά μάταια. Η οθόνη γέμιζε συνέχεια χιόνια, από τους κουραμπιέδες που τίναζαν μπρος στις κάμερες οι Τραγκαουνάκδες. «Οι φυγόστρατοι στο χακί», ο χρόνιος πόλεμος του ανθρώπου ενάντια στον εαυτό του. Εν τω μεταξύ δείχναν κι άλλα. Άλλοι πέταγαν ρουκέτες και γινόταν θόρυβος, άλλοι μίλαγαν λατινικά… Παράσιτα είχε γεμίσει η ζωή μας (που ‘ναι η τηλεόραση!). Πίσω στο έργο, τα γουρούνια οι σταυροφόροι είχαν ιδιωτικοποιήσει όλη την επικράτεια κι οι ιππότες πια ήταν οχυρωμένοι στο τελευταίο οχυρό, το 16, στην κοιλάδα Συντάγματος. Έχυναν το καυτό λάδι των Κουμπάρων, σφαγές γίνονταν στις στρατιές των φοιτητών και στις τσέπες των γονέων τους. Χαμός! Αλλά εμείς δεν μπορούσαμε να δούμε τίποτε γιατί η τηλεόραση έδειχνε άλλα. Άρα, μάλλον θα συμβαίνανε άλλα… Μέχρι να ξυπνήσουμε και να καταλάβουμε τι στ’ αλήθεια είχε συμβεί…

Τον γιατρό γρήγορα (Πάτρα)

«Εδώ κάτω στην Ελλάδα πρέπει να ‘χουμε τρελαθεί όλοι. Και μιλάω για σχιζοφρένεια χοντρή, όχι τώρα, από καιρό! Εδώ επί βομβαρδισμού στο Κόσοβο 97% ήταν εναντίον της επίθεσης του ΝΑΤΟ και 75% υπέρ των χειρισμών της τότε κυβέρνησης. Η κυβέρνηση συνεργαζόταν με το ΝΑΤΟ. Τ’ ακούς κύριε γυαλάκια μου; Τώρα πουλάνε τον ΟΤΕ, σε κάποια ξένη χώρα. Τουλάχιστον αυτοί που κόπτονται για την Ελλάδα, αυτοί οι πατριώτες, που λένε, γιατί δεν βγάζουν κουβέντα; Αλλά και η Βόνταφον που βγήκε ότι μας παρακολουθούσε, μέχρι και τον σκύλο του πρωθυπουργού, είδε μισό τα εκατό μείωση στις δουλειές της; Έτσι για τα προσχήματα, για να δώσουμε ένα σινιάλο; Όχι! Άντ’ αυτού καθόμαστε και κοιτάμε σαν χαϊβάνια της διαφημίσεις της που έχει γεμίσει η τηλεόραση! Ίσως απλά να ήμαστε εναντίον του εαυτού μας. Αυτό κάτι εξηγεί…»
Ο ταξιτζής που με είχε πάρει για τα Ψηλά Αλώνια δεν μαζευόταν. Μπορεί να ‘ταν κι αυτός που λέγαν ο «με τα τέσσερα πτυχία κι όμως οδηγάει ταξί». Εδώ που τα λέμε δεν είχε κι άδικο. Άδικο είχε όταν μου είπε: «Αυτά έπρεπε να γράφεις κύριε δημοσιογράφε, αλλά δεν τα γράφεις!»
Ορίστε τα γράφω. Άσε που δεν είμαι και δημοσιογράφος…


Το Πεπρωμένο (Λέτρινα)


Με είχαν στριμωγμένο μες στο διχτάκι για πούλημα στο ράφι, μαζί με άλλα βότσαλα στο σούπερ μάρκετ «ΑΩ». Πελάτες, νοικοκυρές κυρίως, πέρναγαν και σπανίως μας χάριζαν ένα βλέμμα. Πώς διάλο βρέθηκα εγώ εκεί; Και από πού κι ως πού ο κύριος «ΑΩ» μπορούσε να πουλάει βότσαλα; Αυτός τα έφτιαξε; Αυτός τα φύτεψε; (Εκτός κι αν λέγοντας «ΑΩ» εννοούσε τον Μεγάλο. Τότε, εντάξει). Με όλες τις συγχωνεύσεις που φέρνει η ιδιωτικοποίηση και το εκκλησιαστικό κεφάλαιο ανακατεμένο παντού, δεν μπορείς να ξέρεις τελικά τι ανήκει σε ποιον…
Θυμάμαι πάντως πως κάποτε ήμουν ένα βότσαλο ελεύθερο. Ανέπνεα την αλμύρα, αντίκριζα την ανοιχτή θάλασσα. Είχα γνωρίσει τους βυθούς κι όλα τα αλλόκοτα πλάσματα που κατοικούν εκεί. Πάντα το κύμα με ταξίδευε. Ακόμα θυμάμαι ότι κάποτε ήμουν κομμάτι ενός βράχου περήφανου, μπαλκόνι στη Μεσόγειο. Πάνω του ήταν ένα κάστρο και μέσα κατοικούσε μια όμορφη πριγκηπέσα. Πρέπει να ‘χα δεχτεί το χάδι της και τι σύμπτωση (!), ήταν ίδια ολόιδια με αυτήν τη νοικοκυρά που τώρα πλησίαζε, ήρθε κοντά, άπλωσε το χέρι της και μας ψώνισε. Δεν πίστευα αυτό που έβλεπα μπροστά μου. Μετά από τόσα χιλιόμετρα, μετά από τόσα χρόνια, βρέθηκα ξανά στο χέρι του ίδιου ανθρώπου. Τότε κατάλαβα το νόημα της πρότασης: «Το πεπρωμένο φυγείν αδύνατο».
Το είναι και το κάτι (Αμαλιάδα)

Στην αμμουδιά, στην παραλία, είχε υπέροχη χειμωνιάτικη λιακάδα. Ο Ρούλης θεώρησε σωστό να με βάλει στην συζήτηση που είχε με τον εαυτό του.
«…έχω πίτουρα στο μυαλό και θέλω να σώσω τον κόσμο;» αναρωτήθηκε ο Ρούλης.
Μετά μου διηγήθηκε πώς έσωσε ένα μωρό, από μια κακή τσιγγάνα που το τσιμπούσε για να κλαίει κι έτσι να γίνει πιο καλά η ζητιανιά.
«Δεν έχεις πίτουρα», του λέω.
«Άσε. Εγώ ξέρω πιο καλά» απάντησε. «Έχω».
«Ό,τι πεις, Σούλη».
Μετά πήρε το σοβαρό του ύφος (πράγμα που τον έκανε ν’ αλληθωρίσει λίγο), με κοίταξε και μου ανακοίνωσε: «Εμένα που με βλέπεις, ήμουν πάντα ένα τίποτα. Ποτέ ένα κάτι. Τ’ ακούς; Ποτέ!». Μετά άλλαξε το αλληθωρισμένο ύφος και επανήλθε.
«Λες να ‘μαι πάντα έτσι, ρε Τζίμη; Ένα τίποτα;»
Σκέφτηκα λίγο, συγκεντρωμένος στο να μην σκέφτομαι καθόλου, δεν τον κοίταξα και του απάντησα: «Είσαι ένα τίποτα και αυτό είναι κάτι…».
Ο Ρούλης χάρηκε. Μπορεί και να συγκινήθηκε. Πήγε να φέρει ένα κρασί ακόμα, για να με κεράσει. Τον άκουγα να μουρμουρίζει από μακριά. Άρχισα να γράφω στο μπλοκάκι μου.
«…που βλέπει άλλα/ και μ’ άλλο μάτι –
είσαι ένα τίποτα κι ένα καθόλου
και δεν με νοιάζει ολωσδιόλου…».
Σκεφτόμουν ακόρντα και τα σόλα που θα βάλω στον καινούργιο στίχο. Εν τω μεταξύ, ο Ρούλης είχε γυρίσει και συνέχιζε να μου μιλάει, αλλά δεν τον άκουγα πια. Δεν έχω την πολυτέλεια να υπάρχω συνέχεια, όπως ξέρετε. Να ‘μουν άραγε ένας ποταπός καλλιτέχνης που έβγαζε υπεραξία κείνη την στιγμή ή ένα δώρο για τον Ρούλη, δικαιολογητικό του τίποτα του;






Αριστοτέλειο (Θεσσαλονίκη)

Καθόμουνα με τον Αριστοτέλη στην πλατεία Αριστοτέλη και τα λέγαμε.
- «Δάσκαλε, τον πας τον Διογένη;»
- «Γιατί ρωτάς; Είπα τίποτα εναντίον του; Δεν του ‘δωσε respect στην Κόρινθο κι ο μαθητής μου;»
- «Ναι, αλλά δεν σε πειράζει που κοροϊδεύει την κοινωνία;»
- «Κι ο Αριστοφάνης κορόιδευε τον Σωκράτη, αλλά αυτό δεν έκανε τον Σωκράτη πιο μικρό. Ούτε τον Αριστοφάνη» (με κοίταξε).
- «Δηλαδή τον μεγάλο Αλέκο, δεν σε ενοχλεί που τον κοροϊδεύουν οι Ελληνάρες και τον κάνουν φλάμπουρο της χοντροκεφαλιάς τους; Αυτό δεν τον κάνει πιο μικρό;»
- «Ξέχασες τον ταξιτζή στο Κάιρο, που όταν είπες Ισκαντέρ σάς χάρισε την κούρσα; Οι λέξεις κλέβονται Μήτσο, όχι η ουσία τους!»
Έμεινα άγαλμα κι εγώ. Ο Μάστερ πάντα είχε τον τρόπο να βρίσκει το διαλεκτικό δίκαιο. Τώρα θα ‘πρεπε να μετονομαστεί η πλατεία σε πλατεία «Αριστοτέλη και Τζίμη». Ευτυχώς με έσωσε από την υπερέκθεση, ο φίλος μου ο Αριστείδης ο Δίκαιος που εκείνη την στιγμή ερχόταν από τα Λαδάδικα.
- «Τζίμη κατέβα από το άγαλμα. Πάμε να φύγουμε πριν μας εξοστρακίσουν».
«Που πας;», του λέω.
- «Στα Λαδάδικα!»
- «Καλά, πάμε…»
Χαιρέτησα τον Δάσκαλο και έφυγα. Άργησα να καταλάβω λίγο τι μου ‘πε ο Τέλης, αλλά τελικά είχε δίκιο. Αν η πραγματικότητα δε συμφωνεί με τις απόψεις μας, τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα.



Λίγο Μικρότερα ΜΕΓΑΛΑ ΑΝΑΠΑΝΤΗΤΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ

- Έχει ηχώ η φωνή της πάπιας;
- Μπορεί η κατάδυση να σε προστατεύσει από πυροβολισμό;
- Η μνήμη του χρυσόψαρου διαρκεί μόνο τρία δευτερόλεπτα;
- Ένα κέρμα που πέφτει απ’το Empire State Building, μπορεί να σε σκοτώσει αν σε πετύχει;
- Μπορεί ένας καρχαρίας να διαπεράσει μια βάρκα;

(συνεχίζεται)
Ο φόβος (Πουθενά)

Βλέπω πολύ τηλεόραση. Δεν ξέρω γιατί. Ισως από συνήθεια. Ισως γιατί φοβάμαι να βγω έξω, να αντιμετωπίσω την πραγματική ζωή. Γιατί όλοι κοιτάζουν και σχολιάζουν ό,τι κάνω. Γιατί είμαι ηλικιωμένος, μοναχικός, για οτιδήποτε. Τόσο, που τα κεφάλια που βλέπω να μιλάνε τα ψηφίζω και για αντιπροσώπους μου. Είναι οι μόνοι που έρχονται σπίτι να μου κάνουν παρέα. Αλλά τώρα τελευταία έχει αρχίσει να με φοβίζει πολύ. Φοβάμαι ότι θα μου ρίξουν οι Βόρειο Κορεάτες πυρηνική βόμβα στο μπάνιο. Οτι Αλβανοί με καλάσνικοφ θα μου πάρουν τις καταθέσεις απ’ την τράπεζα. Οτι θα ρίξει χαλάζι και πλημμύρες. Οτι ο βοσκός θα με πυροβολήσει στο δάσος. Οι Μουτζαχεντίν. Οι τρομοκράτες. Τα γριπωμένα πουλερικά. Κι επειδή ο φόβος είναι εθιστικός βάζω και μετά ταινίες το βράδυ, για να χαλαρώσω. Αμερικανούς να σκοτώνονται μεταξύ τους.



Το φυτό

Είχα φυτέψει μια κροκοδειλιά. Περίμενε υπομονετικά τα θηράματά της. Την πότιζα κροκοδείλια δάκρυα κι αυτή ανταπέδιδε με κροκοδείλια χαμόγελα. Ολη μέρα, τα κροκοδειλόκλαδά της την πέρναγαν παίζοντας τένις. Οι παρτίδες όμως δεν κράταγαν πολύ γιατί οι κροκόδειλοι κατασπάραζαν τα μπαλάκια. Η κυβέρνηση της Μπαλοχώρας καθησύχαζε τα μπαλάκια ότι όλα γίνονται για το καλό τους, αφού το τένις των κροκοδείλων συμβάλει στην ανάπτυξη των μπαλών τένις. Στο κάτω-κάτω, ας μην τους ψηφίζανε. Έτσι έχω φτιάξει ένα μικρό οικοσύστημα. Εδώ βάζω τους φόβους μου και της επιθυμίες μου να αλληλοφαγώνονται. Μέχρι να εξουδετερωθούν και να ησυχάσω κι απ’ τα δύο.


Τα σινιάλα των νταλικέρηδων (Εθνικής)

Τα πλοία της Εθνικής είναι οι νταλίκες. Μοιάζουν σαν δεινόσαυροι που ξέμειναν απ’ την εξέλιξη, πάνω στις διαδρομές. Με τα μεγάλα φώτα να αναβοσβήνουν χαιρέτισμα όταν συναντιόνται σε έρημους δρόμους. Οταν πας να τις προσπεράσεις και είναι επικίνδυνη φάση, στέκονται αριστερά και σε προστατεύουν από τον εαυτό σου. Μετά που ανοίγει ο δρόμος πάνε δεξιά και σου ανάβουνε σινιάλο το αριστερό φλας. Περνάς. Καμιά φορά αφηνιάζουν και περνάνε, καλπάζοντας στο έξω ρεύμα, κάποιο φορτηγό. Είναι η πάλη των ειδών. Περίεργο όμως πώς τότε δεν τρακάρουν. Η απάντηση ίσως να ‘ναι τελικά ότι η κάθε μια νταλίκα τρέχει στο δικό της Χρόνο-του- Ονείρου. Αφού ο κάθε νυσταγμένος νταλικέρης ξαναγίνεται aboriginal κι επικοινωνεί τηλεπαθητικά με τον ταχογράφο του, ξεκλέβοντας μια ακόμα τζούρα ύπνο. Έτσι, διαφορετικά επίπεδα ύπαρξης δεν συγκρούονται. (Ελπίζω. Ετσι όπως οδηγάω απόψε βράδυ).



Τα καφενεία (Ηλεία)

Συνηθίζω να πηγαίνω στα καφενεία στην επαρχεία. Εκεί οι γέροι βαριούνται γύρω από τραπέζια και παραέξω πέφτει ομίχλη. Ο χρόνος στάζει αργά σαν ορός. Τα φώτα σκάβουν στο σκοτάδι δίπλα στα τηλεγραφόξυλα. Μάλλον την ομίχλη την προκαλούν οι ίδιοι οι γέροι με την βαρεμάρα τους. Άσε που οι γέροι είναι κάθε ηλικίας. Βέβαια, απ’ την άλλη, καλό είναι γιατί σταματούν το χρόνο εντελώς. Έτσι που τρέχει εδώ ο χρόνος από τα αυλάκια της πόλης μας, θέλει κάπου να φρενάρει. Πριν κάψει εντελώς την φλάντζα. Εκεί πλέω στα καφενεία σαν να βρίσκω μικρούς φάρους σε βραχονησίδες στην άβυσσο, ναυαγός της νύχτας, με μια κούπα κρασί και ό,τι βγάλει η κατσαρόλα. Ανάμεσα σε ασυνάρτητες φωνές και τύπους που παίζουν δηλωτή. Η τηλεόραση καίει ερήμην σαν την σόμπα. Εδώ θα γίνω ο εξερευνητής της απουσίας μου.
Ο Ζανώ κι ο πινακας (ΑΘΗΝΑ, ΓΥΖΗ)

Ο Ζανώ ήθελε να αγοράσει τον πίνακά μου «Ατοπία». Η Μάγδα τον είχε κορνιζάρει και τον είχε στην κουζίνα της. Ηταν ένα παζλ του παραλόγου που είχα φτιάξει με μια κοπέλα από την Σαλονίκη. Θέλαμε να γίνει τόσο μεγάλος που να φαίνεται από την Θεσσαλονίκη. Μου άρεσε πολύ αυτός ο πίνακας. Και στην Μάγδα άρεσε.
Είχα ένα αυτοκίνητο χτυπημένο από παντού, πήγαινε όμως μια χαρά. Ολοι θεωρούσαν υποχρέωση να μου βάλουν χέρι για το αμάξι. Στο τέλος τα ‘χα παίξει. Φώναξα τον Ζανώ να αγοράσει τον πίνακα, μήπως και πάρω καμιά δευτεράτζα ατσαλάκωτη και ησυχάσω. Ο Ζανώ τότε άρχισε να με παίζει σαν τον γάτα το ποντίκι. Στο τέλος κάλεσα ενισχύσεις. «Λέγε Ζανώ» του είπα «τώρα που έχουμε πέντε μάρτυρες, θα τον πάρεις τον πίνακα ή όχι;» Δεν είχε άλλη επιλογή. Η Μάγδα όταν το έμαθε κρανιώθηκε κανονικά. «Είναι δικός μου ο πίνακας» φώναζε. Του την έπεσε κανονικά και αντικανονικά. Εγώ αγόρασα τη δευτεράντζα και αυτή άρχισε να καίει φλάντζα, κάθε Τρίτη και Πέμπτη! Μετά από καιρό, σε ένα πάρτυ μου είπαν ότι ο Ζανώ γύρισε τον πίνακα στη Μάγδα. Ξενέρωσα. Δεν με πείραξαν οι καμένες φλάντζες ή ο πίνακας. Αλλά η χρηματιστηριακή μου αξία, ρε γαμώτο. Μετά από τόσους μήνες και να μένει εκεί; Κολλημένη σε 0% άνοδο;



Γυναίκες (σχετικά με) (ΑΘΗΝΑ)

Η Κατερίνα. Η Ζωή. Η Ζηνοβία. Η Μπλακ Μάτζικ Γούμαν. Η Πόπη. Οχι, η Γιώτα. – Συγκεντρώσου! – Η Δήμητρα; Η Αναστασία; Η Ελένη; Η Κωνστάντια; Η Claudia… Λέγε ρε! Η Ιουλία, η Βούλα, η Μαρία; Ποια είναι, γαμώ την καταδίκη μου! Κεράσι, φράουλα, κόκκος καφέ, βατόμουρο, ελιά, ρόδι, λεμόνι… Μικρή λίμνη, λοφάκι, δάσος, λιβάδι. Το Ορος Φαλακρόν, ο τελευταίος Μοϊκανός… Προσπαθώ, αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ. Η Ελένη. Η Λένα; Η Ελενα. Η Λενιώ; Πες παιδί μου! Δεν ξέρω! Δύο ή τρία πράγματα που ξέρω για αυτήν. Που δεν ξέρω. Που δεν ξέρω αν ξέρω. Που νομίζω ότι ξέρω. Που ξέρω ότι δεν ξέρω. Που δεν ξέρω ότι δεν ξέρω. Ουφ, ταλαιπωρία. Δεν προτιμάς να σου πω για τα ποτάμια; Ή τα λιμάνια των κυριότερων πόλεων; Να σου απαγγείλω τον τηλεφωνικό κατάλογο καλύτερα; Εδώ κι αυτά που ξέρω, δεν κάνουν τίποτα. Σαν να μην ήξερα. Αστο. Είναι καλύτερα να μην εξηγήσεις μια γυναίκα. Να μην χρειαστεί να την καταλάβεις. Αστο… Αστη. Πάρε Αστυ. Η ζωή τότε ίσως σου συμπεριφερθεί γλυκά σαν ζαχαρένια καταιγίδα…

Οι γυναίκες στις παρυφές της νύχτας (Σταθμός Πελοποννήσου)

Βάζω το ρολόι μου ανάποδα κι αρχίζει να δουλεύει η αναστροφή του χρόνου. Βλέπω εικόνες γνώριμες και γεγονότα να ξανάρχονται. Στην πόρτα του Σιδηροδρομικού Σταθμού μια υπέροχη οπτασία με μάτια μπλε και πράσινα, πατώντας στον αέρα, χάνεται έξω στο φωτεινό σκοτάδι της τελευταίας ώρας της νύχτας πριν το χάραμα.
Πίσω από το τζάμι του ταμείου μια αλάνθαστη φιγούρα στα μπλε, φούστα – ζακέτα –ψηλά καλσόν και οροσειρές το στήθος και οι γλουτοί. Όμως το πρόσωπο, αυτό ήταν φουσκωμένο ακόμα από τον ύπνο. Με πάνω του κάποιες ρυτίδες του εφήμερου, που ήθελα να πιστέψω ότι είναι από μπιμπερό.
Στις παρυφές της νύχτας παρεπιδημούν φυλές, όπως αυτή που αποχαιρετά τους φαντάρους της. Ψηλές μπότες. Στενά μπλουτζίν σε βαθμό διαφάνειας. Γέλια. Μην κολλάμε στην εικόνα, παρακαλώ. Φτάνει. Παίρνω ταξί. Τρεις έκπαγλες γυναίκες στο πίσω κάθισμα έχουν μόλις φύγει από ένα Πολιτιστικό Κέντρο Γαβ, όπου τέσσερις μ….ς, όπως λέγαν, τις κερνούσαν. Τώρα κατευθύνονται σε ένα άλλο Π. Κ. Γαβ, όπου τις περιμένουν τέσσερις άλλοι μ….ς, όπως λεν, για να τις κεράσουν.
Τα κορίτσια στις παρυφές της νύχτας έχουν ενδιαφέρον. Αλλες είναι σαν σβησμένα κεριά κι άλλες σαν ισχυρό διαλυτικό. Αλλες σαν φούσκα του Χρηματιστηρίου. Κάποιες γυρίζουν μόλις από πάρτυ και κάποιες την ίδια στιγμή περιμένουν το πρώτο λεωφορείο για τη δουλειά.
Μπαίνω κι εγώ μες στο τραίνο και με παίρνει αμέσως ο ύπνος.
Η φάρμα (Χαλκίδα)

Είχα μια μικρή φάρμα και φύτευα σφυροδρέπανα. Τα πότιζα με αίμα και ιδέες, στιχάκια του Ρίτσου, της Ρόζας Λούξεμπουργκ κ.λπ. Σκληρή λιγάκι δουλειά, αλλά κάποιος έπρεπε να την κάνει. Τώρα μάλιστα με την πτώση του Υπαρκτού, είχαν ανοίξει αρκετά οι δουλειές. Αφού, να φανταστείτε, ένα τούβλο από το Τείχος του Βερολίνου κοστίζει σήμερα πάνω από 3.000 στερλίνες κι όλο ανεβαίνει.
Ο ήλιος ανέβαινε κάθε πρωί και φώτιζε τη γη με το χρυσό του χρώμα και το σύμβολο του δολαρίου (και άλλες φορές του ευρώ) στη μέση. Το βράδυ πάλι, έβγαινε το κουτσουρεμένο φεγγάρι με το άλφα της αναρχίας επάνω. Οργωνα καθημερινά τη γη με δυο αγελάδες από την cow parade. Οι λουρίδες από το όργωμα ήταν μια λευκή, μια γαλάζια, μια λευκή, μια γαλάζια και στο βάθος φαινόταν ένα σταυροδρόμι (εκεί που μου ‘πες σ’ αγαπώ, εκεί που άλλαξες γνώμη).
Στα διπλανά χωράφια, φαντάζομαι, καλλιεργούσαν άλλα σύμβολα κι αντίστοιχα φαντάζομαι θα έβλεπαν άλλα σύμβολα να ανατέλλουν και να δύουν. Εγώ βέβαια, δεν έπαυα να ελπίζω ότι τα δικά μου προϊόντα θα έβγαιναν πιο καλά, θα τα συσκεύαζα σαν στελέχη εταιριών, δυναμικούς πολιτικούς, λαμπερή στάχτη, όπως αυτή που θαυμάζουμε τα βράδια βλέποντας το Διάστημα…
Και όταν έφτανα πια στη Λαϊκή Αγορά, θα έφτανα με θρίαμβο πάνω στον γαϊδαράκο μου και θα γινόμουν ίσως και chief reality advisor, exclusive myth chairman ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Ενα σύμβολο εξιλέωσης. Ο άνθρωπος είναι τα όνειρά του, ελπίζω να συμφωνήσετε μαζί μου.


Διανοούμενος – Λαμπατέρ (Γαλάτσι)

Ηταν ένα φιλόδοξο πρόγραμμα της Ευρωπαϊκής Ενωσης: Διανοούμενοι θα εμψύχωναν ένα πρόγραμμα επισκέψεων σε σπίτια προκειμένου να τονώσουν το αίσθημα φιλοσοφικής επάρκειας του αστικού πληθυσμού. Ομως, τα τελευταία γκάλοπ έδειχναν πολύ χαμηλές τιμές στον Τομέα Αυτοπεποίθησης κι έπρεπε κάτι να γίνει. Ο Διανοούμενος ερχόταν σπίτι σας, περνώντας ένα 24ωρο μαζί με τους κατοίκους του σπιτιού. Θα απολαμβάνατε μαζί μια επίσκεψη στο σούπερ μάρκετ με φιλοσοφικές συζητήσεις, μια βόλτα για σινεμά / θέατρο / καφέ, ή και τηλεόραση ακόμα ανακατεμένη με εύστοχα ειρωνικά σχόλια του «Δ», ο οποίος έχει την άνεση να κρίνει τους πάντες και τα πάντα χωρίς ποτέ να περνάει τα όρια της ευπρέπειας φυσικά.
Ο κόσμος θα έπαιρνε έτσι κάτι απ’ την χαλαρή – cool ματιά του Ανθρώπου του Πνεύματος. Την ήρεμη βίωση της Καθημερινής Συντριβής, της Νεύρωσης της Κατάθλιψης ή απλώς της Αναντιστοιχίας με έναν κόσμο δειλό και μικροπρεπή. Αλλά ταυτόχρονα, με έναν εξευγενισμό της μετατροπής του Αρνητικού σε εκείνη τη λεπτή αύρα που κουβαλά η δημιουργία. Μια καθ’ όλα λαμπρή ιδέα.
Τώρα το γραφείο μας πειραματίζεται σε μια πιο προχωρημένη exclusive εφαρμογή: Τον Διανοούμενο – Pet – Λαμπατέρ. Ο/Η Διανοούμενος επέχει σε αυτή την εκδοχή και θέση ερωτικού συμβόλου, απόρροια της καθόλου ικανοποιητικά βιωμένης εμπειρίας σεξουαλικότητας, που μαστίζει τους πληθυσμούς μας. Μπορείτε να τον/την έχετε με δικτυωτό καλσόν και ρομπ ντε σαμπρ ή μπορνούζι, σε ένα διακριτικό γυμνό, μια αναπαυτική στάση στην πολυθρόνα της γωνίας, κάτω ακριβώς από το αμπαζούρ. Μια διακριτική αναφορά στο φως της Γνώσης και τον Γκαίτε.
Περισσότερες εφαρμογές, βέβαια, με την επίσκεψη και του ειδικού Διακοσμητή – Ψυχολόγου – Φενγκ Σούι μάστερ κριτικού τέχνης της εταιρίας μας και με ελάχιστα πιο υψηλή χρέωση. Με αυτό τον τρόπο δύο στόχοι καθίστανται εφικτοί: Η τόνωση της γονιμότητας του εγκεφάλου και η καταπολέμηση της υπογεννητικότητας του πληθυσμού. Ακόμα το σκέφτεστε; Παραγγείλατε α-με-σως!
Ο Δημόσιος Ανθρωπος (πεζόδρομος Γαργαρέττα)

Το γωνιακό καφέ του πεζόδρομου έχει μια πολυτέλεια χαλαρωτική. Παραγγέλνω καφέ στη σερβιτόρα με τα χαμογελαστά μάτια και πάω ίσα στην τουαλέτα. Εκεί, είναι δυο θάλαμοι, που αντίθετα με τη ζωή δεν έχουν δύο πόρτες. Η μία λείπει.
Στέκομαι ελάχιστα και προσπαθώ να αποφασίσω πού να πάω.
«Εσύ, δεν είσαι δημόσιος άνθρωπος;» ρωτάω τον εαυτό μου.
«Οχι όμως και για τις σωματικές μου ανάγκες!» μου απαντάει. Διαλέγω την πόρτα. Ο Λουδοβίκος έπαιρνε τις σημαντικές αποφάσεις του κράτους ή στην κρεβατοκάμαρα ή στο αποχωρητήριο. Παίρνω τηλέφωνο τον σκιώδη υπουργό μου, κύριο Μορφό και κανονίζω μια υπόθεση του σκιώδους κράτους μου.
«Κύριε, ακούγεστε», ακούω μια φωνή απ’ τη δίπλα τουαλέτα.
«Ω, σας ζητάω συγνώμη», του απαντάω.
«Δεν με πειράζει. Εγώ για σας το λέω».
«Ευχαριστώ, μα μην ανησυχείτε. Ετσι κι αλλιώς, είμαι ο Δημόσιος Ανθρωπος».
Τον άκουσα να γελάει με την απάντησή μου και χάρηκα που επαίνεσα τον εαυτό μου κάνοντας κάποιον άλλον άνθρωπο χαρούμενο.
Και τότε σκέφτηκα. Αυτός είχε διαλέξει την τουαλέτα δίχως πόρτα. Αρα αυτός ήταν ο πραγματικός Δημόσιος Ανθρωπος. Δεν είχα παρά λίγα λεπτά που είχα ανακαλύψει την ταυτότητα, το όνομα, ποιος είμαι τελος πάντων, τον εαυτό μου και συνειδητοποιούσα ότι αυτός ο εαυτός μου κατουρούσε δίπλα μου, στη δίπλα τουαλέτα.

Κύριοι και Ανθρωποι

Συνήθως οι πιο σοβαροί άνθρωποι ήταν αυτοί που μπορούν να κάνουν χιούμορ. Οι Μαρξ*, Μπάστερ Κίτον, Αϊνστάιν, Βέγγος, Τσάρλι Τσάπλιν ήταν σοβαροί άνθρωποι. Για τους κατά συνθήκη σοβαρούς, ο Οσκαρ Ουάιλντ έλεγε ότι «η σοβαρότητα είναι το τελευταίο καταφύγιο των ρηχών». Οι δικτατορίες, οι θεοκράτες, οι καπιτάλες κι οι μιλιταριστές δεν έχουν χιούμορ γιατί το χιούμορ είναι πέρασμα στην ελευθερία κι η ελευθερία είναι το αντίθετο του φόβου. Το χιούμορ είναι ένα πολύ ισχυρό διαβρωτικό του φόβου, της βαρύτητας, της αλήθειας και της πραγματικότητας. Το αέριο που εκλύει αυτή η χημική αντίδραση, αν το αναπνεύσεις, περνάς σε άλλη πίστα! Οπως αυτή που τάζει, σαν γέφυρα κόσμων που είναι, η Τέχνη. Κάνεις μαντάρα τη σχέση αιτίου – αιτιατού και μεταφέρεσαι σε διαφορετική βίωση του κόσμου. Αλλιώς; Αλλιώς κινδυνεύεις να πέσεις στην παγίδα που έλεγε ένα σύνθημα:
«Η αξία ενός ανθρώπου είναι αντιστρόφως ανάλογη της ιδέας που έχει για τον εαυτό του».
Βέβαια, αυτές είναι μόνο οι απόψεις μου, αλλά αν δεν σας αρέσουν, έχω κι άλλες…






(*όλοι)
Το κενό μήνυμα στο δρόμο (Στο δρόμο)

Δεν το είχα παρατηρήσει, μέχρι που το παρατήρησα. Βγαίνοντας από την Αθήνα, κι όπως το μάτι άρχισε να μαζεύει ορίζοντες, κάμπους, εκτάσεις που απλώνουν, είδα τις διαφημιστικές γιγάντιες πινακίδες. Στηριγμένες σε σκουριασμένες σιδεριές, ακροβολισμένες στο τοπίο, παραφυλώντας να εκπέμψουν κάποιο μήνυμα. Μονό που, μετά τις δύο τελευταίες πινακίδες που πρόσεξα, άρχισα να συνειδητοποιώ ότι όλες οι επόμενες ήταν λευκές, κενό μήνυμα.
Οι δύο τελευταίες ήταν ενός κόμματος που δεν υπάρχει εδώ και χρόνια. Εγραφε το όνομά του και με μεγάλα κόκκινα γράμματα «Ελπίδα για το Μέλλον». Η άλλη έλεγε πάλι το όνομα και «Προσοχή στο δρόμο». Ταυτίστηκα. Η μόνη ελπίδα για το μέλλον, το κενό ενός κόμματος που δεν υπάρχει! Ο Βούδας μού ‘κλεινε το μάτι πονηρά. Το Κοάν ήταν εδώ. Η λεκτική τρίπλα πάνω στη λογική που κλέβει τη μπάλα του νοήματος και σε απελευθερώνει από τα δεσμά της.
Και ξαφνικά σβήστηκαν όλα τα μηνύματα. Λευκές ταμπέλες αλλεπάλληλες. Να ‘χαν ξεμείνει οι διαφημιστές από ιδέες και λεφτά; Μήπως αυτονομήθηκε ο δέκτης μου και σβήνει όποιο σήμα ανεπιθύμητο; Ή μήπως να ‘ταν το κενό εντέλει, αυτό το μήνυμα που η εποχή μας δίνει; Το σκόπιμο τίποτα. Μια μαλθακή αιώρηση, Χωρίς ελπίδα για το μέλλον. Σβησμένα ίχνη. Σαν το λοφάκι πριν τον Αλισο, χιλιόμετρο 18 μετά την Πάτρα, όπου τα δέντρα κρέμονταν πάνω από την αντανάκλασή τους στη θάλασσα. Τώραμια μπουλντόζα τα ‘σβησε παίρνοντας και τον λόφο!
Το νόημα του λευκού χαρτιού, το κείμενο. Το νόημα του κενού δοχείου είναι το γέμισμα και ευωδιά το βυτίο το κενό. Το νόημα της γεμάτης βαλίτσας είναι ότι χωράει πάντα κάτι ακόμα. Και το πλέον συνεκτικό τμήμα του κωλόχαρτου, εκεί που έχει τις τρύπες. Γι’ αυτό και πάντα κόβεται αλλού!
Θα ήθελα πολύ να γεφυρώσω με αόρατες ανεμόσκαλες το κενό που απλώνεται ανάμεσα στ’ αυτιά κι ανάμεσα στα πόδια κι από το αυτί ως το στόμα. Λέω να πάρω ένα σπρέι αόρατης βαφής κι άσπρη μπογιά ύστερα (όχι πριν), να γράψω πάνω στις άσπρες πινακίδες των οδών ό,τι να ‘ναι, όπως π.χ. «Ο,τι να ‘ναι», «Σεβασμό στον άγνωστο Θεό!» ή «Ζίνα γύρνα πίσω» (η παλιά τηλεσειρά) και άλλα με την απαιτούμενη πάντα σοβαρότητα, αυτεπιστροφή, δηλαδή μπούμερανγκ.

Εγώ και το κενό (Aboriginalia)

Ημουν πάντα φίλος, για να μην πω και μέλος στιγμιαία, σε παρέες που διαλογίζονταν επάνω στο κενό. Σα να λέμε ήμουν μέσα σε μια αίθουσα η οποία αίθουσα όμως ήταν κενή! Μια παρέα ήθελε να σώσει και να περιγράψει τα κενά μέσα στην πόλη. Γι’ αυτό το σκοπό έκανε κενές δράσεις που κάλυπταν με ένα λόγο ελλειπτικό. Οι άλλοι πάλι, επεδίωκαν να δημιουργήσουν κενά δίκτυα μεταξύ ανθρώπων. Χρησιμοποιούσαν κι αυτοί το λόγο (για να μην πω την φτου κακά παλιοκουβέντα «Τέχνη») μ’ ένα τρόπο που άδειαζε το νόημα πιο γρήγορα απ’ ό,τι μπεκρής μπουκάλι με ξυδιασμένο κρασί!
Ποιος ξέρει, μπορεί να βρίσκονταν σε σύμβαση με τον απειροστικό λογισμό του τυχαίου και να επεμβαίνανε στη δυναμική τραμπάλα εξισορρόπησης του σύμπαντος. Κοντά σ’ αυτούς μια ολόκληρη μπιενάλε εκκένωσης, και πιο πίσω κι άλλοι, πολιτικοί, παπάδες διαφόρων θρησκειών, δημοσιογράφοι, τοκιστές και ερωμένες πιθανές μορφές.
Κενό εναντίον κενού.
Κι όμως, ο Γκίνσμπεργκ μου ‘χε πει κάποτε ότι πρέπει να ‘μαστε κενοί κι ολόφωτοι. Ο Καστοριάδης ότι το σύμπαν δημιουργήθηκε χάρη σε μια τυχαία κύμανση του κβαντικού κενού. Και οι Καταστασιακοί ότι το Θέαμα καρπούται υπεραξία από την κυκλική αναπαραγωγή της αχρηστίας. Πίστευα ότι μπορούσα να μάθω από το κενό. Εβλεπα αισιόδοξα το ποτήρι μισοάδειο.


Η έβδομη τέχνη

Επιτέλους, κατάλαβέ με βρε αναγνώστη μου! Δεν μπορώ να στα δείχνω όλα. Εχω μόνο ένα στυλό. Εκτός αν μου πάρεις μια ψηφιακή να φωτογραφίζω! (Να ‘χει καλή – θεωρητική – ανάλυση). Εξω από την Πάτρα, μια παλιά τσιμεντένια οθόνη θερινού σινεμά και στη θέση των θεατών, ένα περιβόλι πορτοκαλιές. Τι έργο άραγε να βλέπουν; Ο ορισμός της ποίησης.
Η ποίηση με το κοινό (Αθήνα, κέντρο)


Χορός αντιπαθεστάτων γύρω από μακρόστενο τραπέζι. Ποιητική παρουσίαση. Συρροή ημικαλλιτεχνών σε κεντρικό αθηναϊκό μπαρ-καφέ. Ημουν καλεσμένος. Πέρασμα κυριών με σκούρο κραγιόν, που σου λένε «Συγνώμη, να σας σηκώσω;» με αποστειρωμένη ευγένεια, ενώ οι κολλητές περισκελίδες τους λέγαν «Σκίσε με επάνω στο τραπέζι, φαλάκρα!».
Αρχισαν οι χαιρετισμοί.
«Σε σύννεφα, σε άστρα σε νιώθω που ρουφάς, σε νιώθω που ανασαίνεις… Πσυχή μου!...» Αν και δεν ήταν η εβδομάδα των Χαιρετισμών.
«Αγαπητοί… φίλοι. Εκ μέρους των εκδόσεων Τρεχα-γύρευε, σας καλωσορίζουμε… Προσπάθεια των εκδόσεών μας για την ενδυνάμωση τα πολιτιστικής ζωής… Ποτίζοντας τον κήπο της έμπνευσης… Γι’ αυτό θεωρούμε… Τα 34 ποιήματα…»
Η πρόεδρος του συλλόγου λογοτεχνών Σαλοτραπεζαρίας: «…το “Εξη-Λέξη” του το ‘μαθα εγώ…», «…ο νέος καλλιτέχνης… οι νέοι ποιητές…», «…είμαι πραγματικά συγκινημένη…».
Ενιωθα σαν μια σταγόνα γάλα σ’ ένα ποτήρι με μύγες. Ολα αυτά εκεί μέσα, κατά κάποιον τρόπο, είχαν μια σχέση με το σεξ, αυτή την ιδιότροπη κοινωνιοχημική απάτη, αλλά ευτυχώς δεν μπορούσα να ορίσω ακριβώς ποια!
Και το σκοτάδι μου φάνηκε τότε (διάχυτο) έξαφνα φωτεινό. Μου φάνηκε, πώς να το πω, φωτάδι! Φωτάδι και Σκως! Κι έτσι έγινα κι εγώ για λίγο ποιητής της σαλοτραπεζαρίας.


Ιδιόμορφα αντικείμενα (Αθήνα, Κεραμεικός)

Η γιαπωνεζούλα ήταν χάρμα. Ο Διαμαντής μού ανακοίνωσε περίχαρος ότι η λίστα με τα 100 ιδιόρρυθμα αντικείμενα ολοκληρώθηκε. Ηταν γλυκιά σαν παιδί και σαν γυναίκα.
Οση ώρα της μιλούσα μαγεμένος (όπως ένας πιτσιρικάς που βλέπει να ζωντανεύουν τα κόμικς του), τα ιδιόρρυθμα αντικείμενα παίζαν στο μυαλό μου σαν φρουτάκια. «Θα σε δω στην έκθεσή σου», μου είπε. Ποια έκθεσή μου;
Τηλεφώνησα στον Διαμαντή και του είπα: «Τα 100 ιδιόρρυθμα αντικείμενα είναι έτοιμα.! Πότε θα κάνουμε την έκθεση;»
Η επιθυμία είναι εμπιστοσύνη στο χρόνο.
Ο Διαμαντής χάρηκε και είπε ότι θα μου απαντήσει σύντομα. Τώρα βλέπω τη γιαπωνεζούλα να μπαίνει με το λικνιστό της χαμόγελο στην έκθεση. Τα ιδιόρρυθμα αντικείμενα της γνέφουν. Σε λίγο θα ‘μαστε όλοι ένα Manga και θα παίζουμε και οι δυο στο ίδιο καρτούν.
Θα γίνουμε ιδιόρρυθμα αντικείμενα και λάμποντας στο φως της φλόγας θα χορέψουμε μαζί το ιδιόρρυθμο γιαπωνέζικο ταγκό.
Μετά ξύπνησα. Στο ακουστικό η φωνή της γιαπωνεζούλας.
«Σε ξύπνησα;» με ρώτησε. «Οχι», της απάντησα. «Θα ξύπναγα έτσι κι αλλιώς, γιατί χτύπησε το τηλέφωνο».


Το τέλος του κόσμου (Γαλάτσι)

Η Διονυσία είχε βγάλει πολλές φωτογραφίες από τόπους που οι άνθρωποι πίστευαν, για τον καθένα, ότι είναι το τέλος του κόσμου. Κάβο-Μαλιάς. Πύλη του Αδη. Τα cliffs (γκρεμοί) της Ιρλανδίας, όπου η στεριά εξαφανίζεται απότομα και δίνει τη θέση της στο χάος. Νότια Πορτογαλία, ακτές του Ατλαντικού, εκεί που (πριν εφευρεθεί η Αμερική) πίστευαν ότι τελειώνει ο κόσμος. Αίτνα, ο κρατήρας.
Ενα βράδυ ολόκληρο με ταξίδευε με τις εικόνες της στο λάπτοπ. Κι εγώ ηδονιζόμουνα να βλέπω κάθε φορά τον κόσμο να τελειώνει. Μετά, με σκέπασε απαλά και κοιμήθηκα. Στο όνειρό μου είδα τα ακρωτήρια όλα και τους κόλπους στο νότιο πέρας της Πελοποννήσου, να ‘ναι το σώμα της. Γυμνό, όπως τα νότια βουνά. Να διαλύεται στο φως και να σπάνε πάνω του κύματα από το πέλαγος, όπως της επιθυμίας. Τελικά να λιώνει μέσα στο όνειρό μου. Στο όνειρό μου, το τέλος έμοιασε τότε με την αρχή του κόσμου.
Η πατάτα (Εθνική οδός Πατρών – Κορίνθου)


Η Δικαιοσύνη είναι ένα πιάτο που σερβίρεται συνήθως κρύο. Και πολλές φορές έχει την ίδια ακριβώς υφή με τις πράξεις για τις οποίες απονέμεται. Το ίδιο δηλαδή στυλ. Αυτό γίνεται χάρη σ’ ένα νόμο ανταποδοτικότητας σύμφωνα με τον οποίο υπάρχει μια κόλαση κι ένας παράδεισος για τον καθένα. Ιδια όπως κάθε λαός έχει την κυβέρνηση που του αξίζει και βέβαια όπως έγραφε με σπρέι το καλοκαίρι πάνω σε μια αγελάδα της «κάου παρέιντ» στην Αθήνα (φτυστή η Μαριέττα): «Κάθε κοινωνία έχει την τέχνη που της αξίζει»!
Γιατί τα λέω όλ’ αυτά; Γιατί η τιμωρία για το ανθρώπινο είδος όπου να ‘ναι πλησιάζει! Είναι ο αστεροειδής ΤΡ-537Χ ή αλλιώς «Αλάστωρ» από το όνομα του θεού της καταστροφής. Ο αστεροειδής έχει μπει σε τροχιά γύρω από τον ήλιο κι εμφανίζεται για πρώτη φορά στη γη το 2012. Τότε θα περάσει ξυστά από την ατμόσφαιρα προκαλώντας πλημμύρες, σεισμούς, θύελλες, πυρκαγιές και μετατόπιση της γης από τον άξονά της. Τη δεύτερη φορά που θα περάσει όμως, το 2036, απ’ ό,τι λεν’ οι αστρονόμοι θα σκοπεύσει καλύτερα και θα τελειώνει η υπόθεση…
Δεν πρέπει να υπάρχει πιο άθλιο είδος από το ανθρώπινο! (εκτός βέβαια απ’ το συντακτικό επιτελείο της Μπρίζας). Εξαντλεί όλη τη δημιουργικότητά του στο πώς θα σπείρει φόβο, τρόμο και καταστροφή. Συνήθως χωρίς λόγο. Ο Πολ Ποτ μάζεψε 7 εκατ. κρανία χωρικών χωρίς κανένα λόγο. Οχι ότι ο Χίτλερ ή ο Στάλιν είχαν κανέναν πιο σοβαρό… Κάτω στην Αφρική ακρωτηριάζουν ανθρώπους έτσι για πλάκα ή τους περνάνε μια σαμπρέλα στο λαιμό και της βάζουνε φωτιά. Οι άνθρωποι καταστρέφουν τη γη, τη θάλασσα, τον αέρα. Πλουτίζουν παράλογα και ξοδεύουν προκλητικά, ενώ αλλού παιδιά πεθαίνουν για ένα ποτήρι νερό. Και το πιο συνηθισμένο: Είσαι πάμπλουτος και πεθαίνεις από κατάθλιψη! Μπροστά στον άνθρωπο ακόμα και οι καρχαρίες είναι άγγελοι.
Ευτυχώς η αηδία αυτή θα τελειώσει κατά τον πιο ταιριαστό τρόπο: ο μετεωρίτης που μας στέλνει η Θεία Δίκη μοιάζει με μια τεράστια πατάτα! Λογικό, μετά από τόσες πατάτες που έχουμε σαν είδος διαπράξει. Ισως, τολμώ να πω, θα έπρεπε τότε κι ενώ τα συντρίμμια μας θα διασκορπίζονται στο διάστημα, να πέσει πάνω τους και μια τεράστια μούτζα ολογραφική, σαν μια γιγάντια Πελοπόννησος. Αλλά εντάξει, ας αρκεστούμε σε ό,τι μας δίδεται.

Το Βήμα και το Βλήμα (που εδέχθην) (Κόρινθος)

Το ‘πε κι ο Καβάφης. Αμα είσαι άτυχος εδώ, θα ‘σαι παντού. Το ‘πε κι ο Μπουκόφσκι. Αν είσαι βλάκας στο βουνό, θα ‘σαι και στη θάλασσα. Αν όλα σου πάνε στραβά στην πραγματικότητα, το μόνο που σου λείπει είναι να σου πάνε στραβά και στη φαντασία! Χάρηκε λοιπόν ο περαστικός όταν διάβασε τον Καζαμία της Μπρίζας (κλασικά δυο μήνες μετά). Εκεί, ο καλός αυτός άνθρωπος που γράφει το radar, πρόβλεψε ότι η Μπρίζα πρόκειται να απορροφήσει τον ΔΟΛ (ο γνωστός οργανισμός). Ο Βήμα θα γίνει ένθετο και θα προσφέρει DVD με τις περιπέτειες του Περαστικού. Δεν πρόλαβε λοιπόν να χαρεί ο καημένος κι αυτό το άθλιο υποκείμενο που γράφει το radar ανακοίνωσε ότι τελικά δεν θα κυκλοφορήσουν οι ιστορίες του Περαστικού, αλλά αυτές του χειριστή του radar. Τι θλίψη! Είπα να διαμαρτυρηθώ στον κύριο Δημητρακόπουλο για την αδικία, αλλά μετά θυμήθηκα πόσες φορές έχω κι εγώ αδικήσει τον εαυτό μου. Αν θέλω να είμαι δίκαιος θα πρέπει να διαμαρτυρηθώ πρώτα στον εαυτό μου!
Οπότε προτίμησα να αράξω δικαιολογημένα. Μετά θυμήθηκα ότι έρχεται ο πατατοειδής μετεωρίτης κι ανακουφίστηκα…

Πέμπτη 12 Απριλίου 2007

Παλμογράφος ευτυχίας

Παρατήρηση.
Εγώ με τον εαυτό μου τα πάμε πολύ καλά. Ο λόγος είναι ότι δεν ασχολούμαι πολύ μαζί του. Δηλαδή δεν μπαίνω πολύ στα πόδια του. Ας πούμε, ποτέ δεν του λέω πότε και τι θέλω. Ούτε αυτός με βάζει να κάνω ό,τι θέλει. Οπως καταλαβαίνετε, μεγάλη ευκολία. Ούτε σκέψεις παράλληλες, ούτε δισταγμοί, καταναγκασμοί, σκοτούρες, νέφη, εμπόδια και απειλές.
Με την ενέργεια που εξοικονομείται έτσι, εγώ και ο εαυτός μου μπορούμε να συνεργαστούμε προκαλώντας ευγενικά έργα για όλη την υπόλοιπη ανθρωπότητα. Τι πιο αθώος και εγγυημένος προσποριμός ευτυχίας, η οποία είναι συνάρτηση της προσφοράς προς τους άλλους, και του ίδιου του εαυτού σου, αν θες, νοούμενου ως άλλου!
Οι επιστήμονες ανακάλυψαν ένα σημαντικό εργαλείο στην πρόοδο της μελέτης του ανθρώπινου εγκεφάλου: Τον παλμογράφο ευτυχίας.
Το πείραμα: Οταν μου φόρεσαν το σκάφανδρο με τα διπλά ρολόγια, τα ελατήρια και τα βύσματα, οι επιστήμονες εντυπωσιάστηκαν με τις παρατηρούμενες τιμές που έδειξε ο παλμογράφος. Είχαν προηγηθεί πολλές μετρήσεις άλλων εγκεφάλων. Σε ένα δείγμα 100 μετρήσεων, ο εγκέφαλός μου έδινε τις υψηλότερες τιμές. Εν τω μεταξύ, τα απανωτά δείγματα μετρήσεων που συνέχιζαν να φτάνουν από εργαστήρια σε όλο τον κόσμο επιβεβαίωναν το συμπέρασμα ότι είμαι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στον κόσμο! Ενα εύλογα δρομολογημένο συμπέρασμα φυσικά, αδιάσειστο όπως κέρδισα πόρισμα, αδιαφόρησα με τρόπο οριστικό και αμετάκλητο, μόλις μου ανακοινώθηκε το αποτέλεσμα και το ίδιο συνέστησα και στον εαυτό μου να κάνει. Μόνο δια της αδιαφορίας θα μπορούσα να διατηρήσω αυτό το θαυμαστό ρεκόρ.


Το Ζεν της τελευταίας στιγμής

Καμιά φορά μπορείς καλύτερα να συμβιώσεις με τον εαυτό συ, ακόμα και να τον χειριστείς καλύτερα μπορείς, αρκεί να τον γνωρίζεις. Καλύτερα, παρά να τον κρύβεις και να καμώνεσαι στους άλλους πως είσαι άλλος, με αποτέλεσμα κανείς να μην είναι αυτός!
Εδώ κάτω λοιπόν στην Μεσόγειο, έναν τόπο που περιστοιχίζεται από γη χωρίς να είναι, ο χρόνος λειτουργεί τελείως ιδιόμορφα. Αρχικά συσπειρώνεται όπως το ελατήριο, χορεύει ακίνητος. Σε αυτό το στάδιο φαίνεται να μην γίνεται τίποτα και να κυλάει χαλαρά. Στην επιφάνεια της χρονόσφαιρας επικρατεί ηρεμία. Στο σημείο Ω την τελευταία στιγμή, εκτινάσσεται απότομα παράγοντας αλυσιδωτές πραγματώσεις, απρόβλεπτες για τους προβλεπόμενους. Αυτό είναι το ζεν της τελευταίας στιγμής. Μια χρονική θηλειά – χρονοπαγίδα, η οποία τραβιέται απότομα κάποια στιγμή και τα μαζεύει όλα. Στην τελευταία στιγμή ο χρόνος, αφού φουσκώσει σαν τσιχλόφουσκα, καταρρέει στο εσωτερικό του, με μια πυκνότητα έκρηξης, γι’ αυτό και το μεγαλύτερο κομμάτι χρόνου είναι η τελευταία στιγμή. Επικουρούμενο απ’ τον κερδισμένο χρόνο ρηλάξ και ονειροπόλησης που μεσολάβησε ώσπου να έρθει. (Το μεσοδιάστημα της δομικής αχρηστίας που έχει προηγηθεί. Οπότε αν θέλουμε να περικυκλώσουμε το σύμπαν, δεν έχουμε παρά να σπείρουμε στιγμές, κάνοντας το χρόνο να μεγαλώνει, με την ευλογία της Σχετικότητας και του Καζαντζίδη: «Κάθε τέλος μια αρχή…»)Η τελευταία στιγμή είναι ένα ζεν διπλό, οικειοποιημένο όπως δυο γκουρού που αιωρούνται και ανάμεσά τους κρεμάει μια κυρά πολύχρωμη μπουγάδα.
Τα κουνέλια ζουν 60% περισσότερο όταν τα χαϊδεύεις (Μετρό, Αθήνα)

1
Είμαι στο Μετρό και παλεύω να συγκεντρωθώ στο κείμενό μου. Ορθια απέναντί μου μια κοπέλα με ένα ροζ κασκόλ. Η ακροτελεύτια ροζ φουντίτσα του στέκει μπροστά απ’ την ηβική της διώρυγα χωρίζοντάς την στα δυο, όπως ο Μωυσής την Ερυθρά Θάλασσα. Αδύνατον να συγκεντρωθώ στο ρόλο μου του γράφοντος. Εχω ταυτιστεί με το κασκόλ, κι εκστατικά χαζεύω το τοπίο…

2
Εξέρχομαι της αμαξοστοιχίας, βαδίζω στον υπόγειο Σταθμό. Εχω μόλις επαναταυτιστεί με τον εαυτό μου και ξαφνικά νοιώθω να γίνομαι λευκός, τετράγωνος, μικρός και να παίρνει ο αέρας. Μια (ξανθιά) κοπέλα κυνηγάει ένα χαρτάκι κι εκείνο διαφεύγει. Εγώ, που είμαι ευγενικός, σπεύδω να τη βοηθήσω να το πιάσει. Την ίδια στιγμή θυμάμαι ότι έχω χάσει ένα χαρτί όπως αυτά που σας γράφω τώρα. Πριν προλάβω να της πιάσω το χαρτάκι, σκύβει η κοπέλα και το μαζεύει.
Το δικό μου χαρτάκι πρέπει να έγραφε κάτι σε σχέση με τον απειροελάχιστο χρόνο και πόση αιωνιότητα μπορεί να κουβαλά… Προσπαθώ να θυμηθώ. Σκύβοντας η κοπέλα αποκαλύπτεται ένα τριγωνικό πορτοκαλί σομόν στριγκάκι που καδράρει υπέροχα ένα ωραίο σημείο του πλανήτη μας. Ξαφνικά αισθάνομαι τον απειροελάχιστο χρόνο κι όλο το άπειρο που κουβαλά μαζί του. Μετά αφήνω να με πάρει ο αέρας.


Sepolia (Αναζητώντας την Οαση)

Είναι μια περίεργη διαδρομή αυτή που οδηγεί από την ερημιά των τόπων, στην ερημιά των ανθρώπων κι αντίστροφα. Ξυπνάω από το κλάμα της κοπέλας που με φιλοξενεί. Κουβαλώντας το ένδοξο hang-over μου βαδίζω στα Σεπόλια.
Η ζωή αυτή, κάτω απ’ την Πατησίων, είναι όχι ακριβώς κόλαση μα μάλλον πουργατόριο, μια ζωή αναμονής για μετανάστες από το δεύτερο στον πρώτο κόσμο. Παλιά, μετανάστες απ’ τα ελληνικά χωριά, τώρα μετανάστες απ’ τα χωριά του υπόλοιπου κόσμου.
Εδώ πρέπει να γίνεται το πείραμα της επανίδρυσης του ελληνικού Εθνους καθώς πάλι ψηλοί και ξανθοί άνθρωποι του Βορρά θα αναμιχθούν με κοντούς και μελαχρινούς ανθρώπους του Νότου, έτσι όπως έγινε μεταξύ Αχαιών, Πελασγών και Δωριέων. Μετά θά ρθουν οι EL ξανά με τα διαστημόπλοιά τους και θα τους εκπαιδεύσουν πάλι να αποικήσουν μέχρι το Περού και την Τανζανία. Προς το παρόν τα Σεπόλια παραμένουν στη φρίκη τους, για τους περαστικούς και τους losers που δεν καταφέρνουν να φύγουν. Κλείνω τα μάτια και βλέπω τους ανοιχτούς ορίζοντες και τη βροχερή εθνική οδό. Κατευθύνομαι στο καφέ «Οαση», αλλά είναι λέει κλειστό, λόγω αντικατοπτρισμών. Καταλύω τελικά στο καφενείο «Ο Παράδεισος». Ανάμεσα σε νεοκλασικούς παππούδες και μετακομμουνιστικές σερβιτόρες. Το περίεργο, βρίσκομαι στη μέση μιας πόλης, που είναι φτιαγμένη όλη από ενοχή και ‘γω αισθάνομαι αθώος.
Η ιδιωτικοποίηση

Οσο πλησιάζουμε προς το Πάσχα τα πράγματα δεν πάνε πολύ καλά. Τη μια ο Τιτανολόγος κύριος Κάμερον ανακοινώνει ότι βρέθηκε ο τάφος του Ιησού και μέσα βρισκόταν μια γυναίκα ονόματι Μαρία, την άλλη στην τηλεόραση μας πλένει το μυαλό κάποιος κύριος ονόματι Σαμπρέλας, που μας κοιτάει στα μάτια και τραγουδάει: «Κο, κο, κο! …γεια σου Μαρία». Στο σήριαλ έχουμε τρελαθεί να βλέπουμε στο ένα κανάλι τη Βραζιλιάνα, στο άλλο την Ελληνίδα, στο τρίτο την Μπαμπάτσα κ.ο.κ. άσχημη Μαρία. Αφού έχουμε φορέσει όλες και όλοι αυτοκόλλητα φρύδια και «λυπηθείτε με» ύφος και κυκλοφορούμε έτσι μη μας πάρουνε γραμμή οι κάμερες ότι δεν είμαστε άσχημες Μαρίες κι εμείς. Αυτό το όνομα μάς κυνηγάει παντού. Εδώ είδαμε και πάθαμε να γίνουμε όμορφες για τους άντρες μας, μέχρι που πληρώναμε και τους λογαριασμούς μας τακτικά και τώρα έρχονται και μας τους παίρνουν οι άσχημες από έξω! Κάτι πολυεθνικές, κάτι Κινέζοι κολοσσοί, κάτι Εγγλέζοι που μας ρωτούν συνέχεια εκνευριστικά: “How are you?”. Τι χάου ρε μαλθακέ, που μου κάνει υποκλοπές με τη Βόιδοφον και δεν άλλαξε ούτε ένας εταιρεία κινητού εδώ, έστω και για τους τύπους! Μόνο μας φλομώνουν στις διαφημίσεις κάθε βράδυ. Χάου αρ γιου! Αντε να ‘ρθει το Πάσχα να μας σουβλίσουν, να ησυχάσουμε.


Χιλιάδες χιλιόμετρα

Ο Γιώργος είχε ένα συγκεκριμένο πρόβλημα: την Ολγα.
Η Ολγα ήταν το πρόβλημα, αλλά δεν ήξερα πώς είναι η λύση. Τον τελευταίο καιρό την είχε πιάσει να κάνει underground βραχιόλια. Και το underground μπορεί να είναι μια χαρά άλλο ένα επιτυχημένο κλειστό κοινωνικό lobby. Το θέμα είναι ότι η Ολγα έπαιρνε τα τιμημένα παλιά λάστιχα του ποδηλάτη Γιώργου, τα έκοβε κι έφτιαχνε τα βραχιόλια της. Ξέρεις τι είναι να κόβουν τα όνειρά σου και τα βιώματα και να τα κάνουνε, αυτά τα χιλιόμετρα, βραχιόλια; Τα χιλιάδες χιλιόμετρα, που είχαν πάνω τους, σε πόσα άραγε χιλιόμετρα να αναλογούν για κάθε μια γυναίκα που θα φόραγε ένα βραχιόλι; Σίγουρα πολλά. Ετσι κι αλλιώς, για κάθε γυναίκα αξίζουν πολλά χιλιόμετρα!

Ενας καναπές που διέτρεχε την πόλη (internet)

…Και γιατί να μην είχαμε ένα καναπέ ευκίνητο, να είχε ρόδες και δική του κίνηση και να ‘κανε σαλόνι μας όλη την πόλη! Εμείς θα συνεχίζαμε την κουβέντα μας, ενώ ο καναπές θα έστριβε φανάρια, θα στεκόταν σε πλατείες, θα έμπαινε σε άλλα σαλόνια.
…Ενας καναπές ακάλεστος, με ενσωματωμένο λαμπατέρ και χαλάκι. Ακόμα θα ψαρεύαμε (μπορούσαμε έτσι), ενώ καθόμαστε, ψυχές! Με σύρτη.
…Και τότε θυμήθηκα ότι υπάρχει ένα site στο Δίκτυο που κάνει ακριβώς αυτό το πράγμα. Μέσα από το site μπορείς να βρεις όσους παραχωρούν φιλοξενία σε ένα καναπέ, από χώρα σε χώρα. Η φιλοξενία είναι αμοιβαία φυσικά. Αν μπεις θα πρέπει να παραχωρήσει κι εσύ κάποια στιγμή με τη σειρά σου ένα καναπέ σε κάποιον άλλο φτωχοταξιδιώτη.
Ενας ελεύθερος καναπές που διατρέχει όλο το χάρτη! Νομίζω λέγεται www.couchsurfing.com αλλά τσέκαρέ το αναγνώστε μου, γιατί ο περαστικός μόνο με λάπτοπ θα μπορούσε, αλλά να ‘χε και μπαταρία το λάπτοπο, τι καλά που θα ‘ταν!

Δευτέρα 26 Μαρτίου 2007

Η όσμωση (Ανοιξη)

Παρατηρώ ότι άνθρωποι σε εντατική ή μακροχρόνια σχέση παρουσιάζουν φαινόμενα όσμωσης μεταξύ τους. Στον Ατλαντικό, στο είδος ψαριού που ακούει στο όνομα Ceratious Holboel, συμβαίνει το αρσενικό με το θηλυκό να έρχονται σε συνουσία , σε τέτοιο βαθμό που το ένα απορροφάται στο άλλο και μένει στο τέλος μόνο ένα ψάρι! Αυτό θυμίζει το μύθο του Πλάτωνα, όπου το αρσενικό με το θηλυκό κάποτε ήταν ενωμένα σε βαθμό που οι θεοί ένιωσαν απειλή! Ο Δίας τότε τα χώρισε (ως διαιρέτης θεός). Εκτοτε αναζητά το ένα το άλλο για να ανακτήσουν την παλιά δύναμη.
Βέβαια, εδώ που τα λέμε μπορεί να σκεφτείτε «ε, όχι και να κουβαλάω τη βλαμμένη όλη μέρα πάνω μου!» ή «όχι και να κουβαλάω όλη μέρα τον άχρηστο επάνω μου!», πράγμα που στην περίπτωση δεν θα απέκλειε την πιθανότητα η διαίρεση να είναι παράγοντας πολλαπλασιασμού εν τέλει, αλλά μάλλον το αντίθετο! Ετσι, όπως στην τέχνη, η αφαίρεση είναι πρόσθεση, στην Ιστορία η ρίζα είναι δύναμη και στα μαθηματικά η μονάδα φαντασίας είναι το άτοπο της ριζοποίησης του αρνητικού! Ερωτευτείτε λοιπόν ελεύθερα πατώντας άφοβα όταν επιβάλλεται το Escape!

Προχώρα παιδί μου ν’ ανθίσεις!
και μετά δεν μας νοιάζει, τα κάνουμε όλα.
(Πύργος)

1. Ενα μικρό λιβάδι ανθισμένο, μ’ ένα ποταμό στη μέση που κάποτε φούσκωνε και ξέρναγε αστέρια (το κέρατό μου, δεν μπορούσα να είμαι λιγότερο λυρικός…), και πάνω απ’ την εικόνα αυτή διάφορες αλλεπάλληλες κουρτίνες χρωματιστές με νόημα, που αντανακλούσε στα μάτια της.
2. Μια άγνωστη γλώσσα από σύμβολα εικόνων που γράφεται λίγο-λίγο στα κρυφά, στις πίσω αυλές της πόλης, τους εγκαταλειμμένους τοίχους. Αν μαζέψεις τα ίχνη αυτά και τα ακολουθήσεις, μήπως βρεις και τις μουσικές της; Τις ιστορίες που αφηγείται; Αν πας όσο πρέπει αργά κι όσο χρειάζεται γρήγορα, ίσως βρεις και τη φυλή, τα πρόσωπα, τη στιγμή εκείνη που δεν θα ‘ναι μόνο εικόνα, άλλο αμπαλάζ, εμπόρευμα… αλλά καθαρή λάμψη.
3. Η Θάλεια πήρε τα απάνω της, όπως πάντα σαν ελατήριο και λάμποντας μεταμορφώθηκε από 60άρα γκρίζα ενός γλυκού μουντού φθινοπώρου στην συννεφένια γκόμενα, ξανθιά, που ήταν πάντοτε, φωνάζοντας: «Ο».
4. Εκείνη, εργαζόμενη πριν λίγο, άνθρωπος μόλις, άρχισε ασυνείδητα να αφαιρεί όλες τις κουρτίνες απ’ το βλέμμα της μέχρι που έμεινε αυτή, η πρώτη εικόνα με το λιβάδι και το ποτάμι. Ο περίεργος φύλαρχος της κράταγε το χέρι και ήταν σαν να κολυμπούσε ήδη στο ποτάμι, να ‘χε γίνει ο ίδιος ποτάμι… Η Θάλεια τους είχε σκεπάσει με μια προστατευτική άγρια χαρά. Όλα, η ανθρωπογέννεση*, η βεβαίωση ταυτότητας, ο ιονισμός του κενού μέχρι να φεγγοβολήσει, διεκπεραιώνονταν στο χώρο του άφατου και του ήδη αόρατου.
Ηταν Ανοιξη.

* Η Ενοποίηση των χώρων, το Αλλον νοούμενο ως Αυτό, οι πίδακες κ.λπ.