Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2008

Οι ροκ σταρ

(Διήγημα σε συνέχειες)
Μάλλον έπρεπε να το κάνω σύστημα. Οταν τους έλεγα κάνα κουφό, αμέσως έβγαζα τα ποτά της βραδιάς. Βέβαια, αν συνέχιζα έτσι θα γινόμουν εγώ αλκοολικός ή αυτοί ροκ σταρ (Ξέχασα να πω ότι όλοι αυτοί οι τύποι είχαν αυτό το κόλλημα. Ποιος ξέρει τι τους βάζαν στα τριπάνια τους μέσα…)

Μια φορά στη Σκιάθο, είδα ένα χοντρό μαλλιά αμερικανό, λιώμα στο μεθύσι. Μόλις έμαθε ότι είμαι από ‘δω, άρχισε να μου τα πρήζει να του πω κάτι αρχαίο. Ο τύπος κέρναγε σφηνάκια αφενός, αφετέρου μου κόλλαγε πολύ, οπότε για να τον ξεφορτωθώ, του ‘πα ένα που ‘χα βρει σ’ ένα αναγνωστικό: «Κατά τον δαίμονα εαυτού»! Ο Μόρισον έμεινε κάγκελο. Με φίλησε στο κούτελο κι εξαφανίστηκε, αφήνοντας μου μια ντουζίνα σφηνάκια.

Ενα βράδυ πίναμε ούζα στην Υδρα μ’ έναν αλλοδαπό γέρο. Μου ‘κλαιγε για μια γκόμενα. Πρέπει να ‘ταν πολύ καταθλιπτικός τύπος, αλλά τον ανεχόμουν γιατί κέρναγε. Κάποια στιγμή άρχισα να του λέω ότι καλό είναι να την έβλεπε λίγο αλλιώτικα με τις γυναίκες ώστε να μην τον έχουν σούζα.

«Tipes?» μου ρώταγε με ηλίθια προφορά.
- «Σούζα!»
- «Α, Suzanne!»
- «Οχι, σούζα!»
- «Suzanne»

«Ε, α’ γαμήσου. Ναι, Σούζαν» του ‘πα για να τον ξεφορτωθώ. Αμέσως πήρε μια κιθάρα κι άρχισε να τραγουδάει παράφωνα: «Σούζαν, Σούζαν…» Ο Λέοναρντ Κοέν ήταν πραγματικά ανυπόφορος. Ηπια όλα του τα τζιν κι εξαφανίστηκα εγώ, αυτή τη φορά.

Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2008

Οι ροκ σταρ

(Διήγημα σε συνέχειες)
Μια άλλη φορά, στην Πάργα, βρήκα έναν τύπο με ηλίθιο τριγωνικό μουστάκι, κάτω από το κάτω χείλος. «Γεια σου», μου λέει, «είμαι από ‘δω και ήρθα από την Αμερική να βρω τις ρίζες μου. Με λένε Ζάππα. Ο παππούς μου είχε πολλά λεφτά κι ήταν μεγάλος sponsor (ευεργέτης)!» Ωραία, σκέφτηκα, άλλος ένας κολλημένος που ψάχνει για θησαυρούς… Εντάξει, του λέω, αλλά απ’ όσο ξέρω, μάλλον πρέπει να επινοήσεις το θησαυρό σου, γιατί ό,τι είχε ο παππούς σου τ’ άφησε στο κράτος. Πρέπει, πώς να το πω, να γεννήσεις μια καλή επινόηση που να σ’ αποζημιώσει για την πλάνη που σ’ έφερε εδώ.

Ο Frank έξυσε το ηλίθιο μουστάκι, κόλλησε για λίγο και μετά μου ‘πε με τη βαριά φωνή του: «Mothers of Invention! How does it sound?»

«Μια χαρά» του λέω… Την κοπάνησε πριν τελειώσω, αφήνοντάς με με τη βότκα του. Είχα συνηθίσει.

Λίγα χρόνια πιο παλιά, στη Μύκονο είχαν σκάσει κάτι τύποι, ντυμένοι με ρόμπες, μουστάκια και καρέ μαλλί. Εμοιαζα που έμοιαζα με βοσκό, αν και ψαράς και κυνηγός κατ’ ουσίαν, πέφταν συνέχεια πάνω μου και ζήταγαν να βρουν παράνομες ουσίες κι ό,τι άλλο για να κάνουν κεφάλι, τρομάρα τους (όπως κομμωτήριο π.χ.). Ε, τους είπα μια, τους είπα δυο κι αφού δεν παίρναν από λόγια, τους το ‘ριξα στο τέλος στον αγγλικό λυρισμό: «Σας το ‘πα ρε! Δεν έχω nothing! Τι τα θέλετε all that jazz? All you need is love! Καλά, τι λέω τώρα, σιγά μην καταλάβατε… Γαμώ το κεφάλι σας κομμώτριες!»

Ο Paul κοίταξε τον Ringo με νόημα κι αμέσως εξαφανίστηκαν, αφήνοντας μια βότκα πορτοκάλι και μια μαργαρίτα. Μετά έμαθα πως τους λένε Beatles.

Η συνέχεια και το τέλος στο επόμενο

Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2008

Οι ροκ σταρ

(Διήγημα σε συνέχειες)
Ο Γιώργος ο Στίγγας, ομογενής απ’ το Λονδίνο, έμοιαζε να ‘χει πρόβλημα. Είχε ερωτευτεί μια εβραιοπούλα, τη Ρωξάννη και της είχε γράψει τραγούδι, αλλά δεν έβρισκε τα ακόρντα. Κανένα πρόβλημα, του έδειξα μερικά. Δεν ήξερα κιθάρα αλλά, όπως στο τάβλι, η τύχη είναι πάντα με το μέρος του πρωτάρη. Ετσι κι αλλιώς, αυτός είχε πρόβλημα από μόνος του. Στην αρχή μ’ έπρηξε μέχρι να μου πει από πού είναι (Αρβανίτης), αφού το ‘παιζε Αγγλος όπως Κύπριοι ή μπαστουνόβλαχοι κάνουν εκεί, προκειμένου να προωθηθούν καλύτερα.

Τον είχα βρει σ’ ένα μπαράκι στη Ρόδο. Με κέρασε ένα ουίσκι κι έφυγε γρήγορα να γράψει την παρτιτούρα. Στις διακοπές και στα νησιά γνωρίζεις ό,τι καρύδι θες. Να, π.χ., στο Πήλιο είχα γνωρίσει κάτι πιτσιρικάδες Καλοτεχνίτες, πάλι απ’ το Λονδίνο π’ ανάθεμα, που ‘θελαν να φτιάξουν συγκρότημα. «Think Freud» μου ‘παν θα το λένε. Ηταν ακόμα κουλτουριάρηδες, με χλωρό μουσάκι και τους είχε βάλει στην πρίζα ένας περίεργος, πώς τον λέγανε να δεις, Μπάρετ, Μπάρακ, όχι αυτός είναι καινούριος. «Οχι ρε παιδιά!» τους είπα, πάνω στην κερασμένη μπύρα. ‘70s είμαστε, κάντε το Pink καλύτερα, να γουστάρουν κι οι κοπέλες και Floyd, να θυμίζει Freud, αλλά και Fluid, τα πάντα ρει! «Καλά λες» μου ‘παν σε αγγλικά ακαταλαβίστικα και σηκώθηκαν κι έφυγαν. Δεν ξέρω γιατί, όταν λέω κάτι, πάντα αυτοί οι ξένοι σηκώνονται και φεύγουν! Καλύτερα από μια μεριά, γιατί μου τη δίνει στα νεύρα -λίγο- το εγωιστικό τους μπαλόνι.

Συνεχίζεται…

Πέμπτη 6 Νοεμβρίου 2008

Οι μούμιες και τα τρένα (Ανάφη)


Τον 19ο αιώνα, μετά τις αρχαιολογικές ανακαλύψεις στην Αίγυπτο, ξαφνικά οι μούμιες έγιναν πολύ της μόδας. Το χρυσάφι που συνόδευε τον τάφο του Τουταγχαμών, οι Πυραμίδες, όλα αυτά ηχούσαν μαγικά στ’ αυτιά των ευρωπαίων. Ευγενείς, αστοί, αξιωματούχοι, φιγουρατζήδες, οι πάντες, θεωρούσαν υποχρέωσή τους να έχουν κι από μία μούμια.

Η «Κοιλάδα των Βασιλέων», ούτως ή άλλως, είναι γεμάτη από εκατομμύρια μούμιες αρχαίων Αιγύπτιων ευγενών, αστών, αξιωματούχων και φιγουρατζήδων γενικώς. Σιγά σιγά, οι μούμιες πέρασαν κι απ’ την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, για τους ίδιους λόγους, μέχρι την Κρίση του Ανθρακα το 1859, που ξαφνικά, για λόγους σχετικούς με τη σχιζοφρένεια του καπιταλισμού (συγκεκριμένα, επειδή υπήρχε μεγάλη παραγωγή άνθρακα), κατέληξε να μην υπάρχει πουθενά κάρβουνο! Και τότε, τα τρένα άρχισαν να καίνε μούμιες. Ησαν ήδη τόσες πολλές που περίσσευαν πια, καθώς άλλαζαν οι μόδες. Τρένα με χαρτοπαίκτες, πόρνες, τυχοδιώκτες, πιστολάδες και πάσης φύσεως καθάρματα που πήγαιναν να κατακτήσουν το Φαρ Ουέστ, με ενέργεια από τις καβουρντισμένες σάρκες κάποιου ιερέα, π.χ. της Ισιδας, 7.000 χρόνια πίσω.

Ετσι, νομίζω, γίνεται και στις μέρες μας. Τα μουμιοποιημένα ακίνητα, οι θησαυροί, το ιερό credit, όλα καταθέσεις στην τράπεζα του χρόνου, με μοναδικό επιτόκιο μια ανώτερη πλάνη, κρατώντας τα όμως αναλλοίωτα, τώρα γίνονται καύσιμα για το τρένο της Νέας Εποχής.

Οι επιβάτες νταβατζήδες, πολιτικάντηδες και τυχοδιώκτες. Οι μούμιες που καίγονται είμαστε όλοι εμείς, όχι μόνο τα Βατοπαίδια. Κι ό,τι μας ανήκει.