Δευτέρα 16 Απριλίου 2007

Το οχυρό 16 (σπίτι)

Προσπαθούμε να δούμε στην τηλεόραση τη συνέχεια από τους Μόντι Πάιθονς: «Οι Ιππότες της Ελεεινής Τραπέζης» αλλά μάταια. Η οθόνη γέμιζε συνέχεια χιόνια, από τους κουραμπιέδες που τίναζαν μπρος στις κάμερες οι Τραγκαουνάκδες. «Οι φυγόστρατοι στο χακί», ο χρόνιος πόλεμος του ανθρώπου ενάντια στον εαυτό του. Εν τω μεταξύ δείχναν κι άλλα. Άλλοι πέταγαν ρουκέτες και γινόταν θόρυβος, άλλοι μίλαγαν λατινικά… Παράσιτα είχε γεμίσει η ζωή μας (που ‘ναι η τηλεόραση!). Πίσω στο έργο, τα γουρούνια οι σταυροφόροι είχαν ιδιωτικοποιήσει όλη την επικράτεια κι οι ιππότες πια ήταν οχυρωμένοι στο τελευταίο οχυρό, το 16, στην κοιλάδα Συντάγματος. Έχυναν το καυτό λάδι των Κουμπάρων, σφαγές γίνονταν στις στρατιές των φοιτητών και στις τσέπες των γονέων τους. Χαμός! Αλλά εμείς δεν μπορούσαμε να δούμε τίποτε γιατί η τηλεόραση έδειχνε άλλα. Άρα, μάλλον θα συμβαίνανε άλλα… Μέχρι να ξυπνήσουμε και να καταλάβουμε τι στ’ αλήθεια είχε συμβεί…

Τον γιατρό γρήγορα (Πάτρα)

«Εδώ κάτω στην Ελλάδα πρέπει να ‘χουμε τρελαθεί όλοι. Και μιλάω για σχιζοφρένεια χοντρή, όχι τώρα, από καιρό! Εδώ επί βομβαρδισμού στο Κόσοβο 97% ήταν εναντίον της επίθεσης του ΝΑΤΟ και 75% υπέρ των χειρισμών της τότε κυβέρνησης. Η κυβέρνηση συνεργαζόταν με το ΝΑΤΟ. Τ’ ακούς κύριε γυαλάκια μου; Τώρα πουλάνε τον ΟΤΕ, σε κάποια ξένη χώρα. Τουλάχιστον αυτοί που κόπτονται για την Ελλάδα, αυτοί οι πατριώτες, που λένε, γιατί δεν βγάζουν κουβέντα; Αλλά και η Βόνταφον που βγήκε ότι μας παρακολουθούσε, μέχρι και τον σκύλο του πρωθυπουργού, είδε μισό τα εκατό μείωση στις δουλειές της; Έτσι για τα προσχήματα, για να δώσουμε ένα σινιάλο; Όχι! Άντ’ αυτού καθόμαστε και κοιτάμε σαν χαϊβάνια της διαφημίσεις της που έχει γεμίσει η τηλεόραση! Ίσως απλά να ήμαστε εναντίον του εαυτού μας. Αυτό κάτι εξηγεί…»
Ο ταξιτζής που με είχε πάρει για τα Ψηλά Αλώνια δεν μαζευόταν. Μπορεί να ‘ταν κι αυτός που λέγαν ο «με τα τέσσερα πτυχία κι όμως οδηγάει ταξί». Εδώ που τα λέμε δεν είχε κι άδικο. Άδικο είχε όταν μου είπε: «Αυτά έπρεπε να γράφεις κύριε δημοσιογράφε, αλλά δεν τα γράφεις!»
Ορίστε τα γράφω. Άσε που δεν είμαι και δημοσιογράφος…


Το Πεπρωμένο (Λέτρινα)


Με είχαν στριμωγμένο μες στο διχτάκι για πούλημα στο ράφι, μαζί με άλλα βότσαλα στο σούπερ μάρκετ «ΑΩ». Πελάτες, νοικοκυρές κυρίως, πέρναγαν και σπανίως μας χάριζαν ένα βλέμμα. Πώς διάλο βρέθηκα εγώ εκεί; Και από πού κι ως πού ο κύριος «ΑΩ» μπορούσε να πουλάει βότσαλα; Αυτός τα έφτιαξε; Αυτός τα φύτεψε; (Εκτός κι αν λέγοντας «ΑΩ» εννοούσε τον Μεγάλο. Τότε, εντάξει). Με όλες τις συγχωνεύσεις που φέρνει η ιδιωτικοποίηση και το εκκλησιαστικό κεφάλαιο ανακατεμένο παντού, δεν μπορείς να ξέρεις τελικά τι ανήκει σε ποιον…
Θυμάμαι πάντως πως κάποτε ήμουν ένα βότσαλο ελεύθερο. Ανέπνεα την αλμύρα, αντίκριζα την ανοιχτή θάλασσα. Είχα γνωρίσει τους βυθούς κι όλα τα αλλόκοτα πλάσματα που κατοικούν εκεί. Πάντα το κύμα με ταξίδευε. Ακόμα θυμάμαι ότι κάποτε ήμουν κομμάτι ενός βράχου περήφανου, μπαλκόνι στη Μεσόγειο. Πάνω του ήταν ένα κάστρο και μέσα κατοικούσε μια όμορφη πριγκηπέσα. Πρέπει να ‘χα δεχτεί το χάδι της και τι σύμπτωση (!), ήταν ίδια ολόιδια με αυτήν τη νοικοκυρά που τώρα πλησίαζε, ήρθε κοντά, άπλωσε το χέρι της και μας ψώνισε. Δεν πίστευα αυτό που έβλεπα μπροστά μου. Μετά από τόσα χιλιόμετρα, μετά από τόσα χρόνια, βρέθηκα ξανά στο χέρι του ίδιου ανθρώπου. Τότε κατάλαβα το νόημα της πρότασης: «Το πεπρωμένο φυγείν αδύνατο».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου