Δευτέρα 16 Απριλίου 2007

Ο Ζανώ κι ο πινακας (ΑΘΗΝΑ, ΓΥΖΗ)

Ο Ζανώ ήθελε να αγοράσει τον πίνακά μου «Ατοπία». Η Μάγδα τον είχε κορνιζάρει και τον είχε στην κουζίνα της. Ηταν ένα παζλ του παραλόγου που είχα φτιάξει με μια κοπέλα από την Σαλονίκη. Θέλαμε να γίνει τόσο μεγάλος που να φαίνεται από την Θεσσαλονίκη. Μου άρεσε πολύ αυτός ο πίνακας. Και στην Μάγδα άρεσε.
Είχα ένα αυτοκίνητο χτυπημένο από παντού, πήγαινε όμως μια χαρά. Ολοι θεωρούσαν υποχρέωση να μου βάλουν χέρι για το αμάξι. Στο τέλος τα ‘χα παίξει. Φώναξα τον Ζανώ να αγοράσει τον πίνακα, μήπως και πάρω καμιά δευτεράτζα ατσαλάκωτη και ησυχάσω. Ο Ζανώ τότε άρχισε να με παίζει σαν τον γάτα το ποντίκι. Στο τέλος κάλεσα ενισχύσεις. «Λέγε Ζανώ» του είπα «τώρα που έχουμε πέντε μάρτυρες, θα τον πάρεις τον πίνακα ή όχι;» Δεν είχε άλλη επιλογή. Η Μάγδα όταν το έμαθε κρανιώθηκε κανονικά. «Είναι δικός μου ο πίνακας» φώναζε. Του την έπεσε κανονικά και αντικανονικά. Εγώ αγόρασα τη δευτεράντζα και αυτή άρχισε να καίει φλάντζα, κάθε Τρίτη και Πέμπτη! Μετά από καιρό, σε ένα πάρτυ μου είπαν ότι ο Ζανώ γύρισε τον πίνακα στη Μάγδα. Ξενέρωσα. Δεν με πείραξαν οι καμένες φλάντζες ή ο πίνακας. Αλλά η χρηματιστηριακή μου αξία, ρε γαμώτο. Μετά από τόσους μήνες και να μένει εκεί; Κολλημένη σε 0% άνοδο;



Γυναίκες (σχετικά με) (ΑΘΗΝΑ)

Η Κατερίνα. Η Ζωή. Η Ζηνοβία. Η Μπλακ Μάτζικ Γούμαν. Η Πόπη. Οχι, η Γιώτα. – Συγκεντρώσου! – Η Δήμητρα; Η Αναστασία; Η Ελένη; Η Κωνστάντια; Η Claudia… Λέγε ρε! Η Ιουλία, η Βούλα, η Μαρία; Ποια είναι, γαμώ την καταδίκη μου! Κεράσι, φράουλα, κόκκος καφέ, βατόμουρο, ελιά, ρόδι, λεμόνι… Μικρή λίμνη, λοφάκι, δάσος, λιβάδι. Το Ορος Φαλακρόν, ο τελευταίος Μοϊκανός… Προσπαθώ, αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ. Η Ελένη. Η Λένα; Η Ελενα. Η Λενιώ; Πες παιδί μου! Δεν ξέρω! Δύο ή τρία πράγματα που ξέρω για αυτήν. Που δεν ξέρω. Που δεν ξέρω αν ξέρω. Που νομίζω ότι ξέρω. Που ξέρω ότι δεν ξέρω. Που δεν ξέρω ότι δεν ξέρω. Ουφ, ταλαιπωρία. Δεν προτιμάς να σου πω για τα ποτάμια; Ή τα λιμάνια των κυριότερων πόλεων; Να σου απαγγείλω τον τηλεφωνικό κατάλογο καλύτερα; Εδώ κι αυτά που ξέρω, δεν κάνουν τίποτα. Σαν να μην ήξερα. Αστο. Είναι καλύτερα να μην εξηγήσεις μια γυναίκα. Να μην χρειαστεί να την καταλάβεις. Αστο… Αστη. Πάρε Αστυ. Η ζωή τότε ίσως σου συμπεριφερθεί γλυκά σαν ζαχαρένια καταιγίδα…

Οι γυναίκες στις παρυφές της νύχτας (Σταθμός Πελοποννήσου)

Βάζω το ρολόι μου ανάποδα κι αρχίζει να δουλεύει η αναστροφή του χρόνου. Βλέπω εικόνες γνώριμες και γεγονότα να ξανάρχονται. Στην πόρτα του Σιδηροδρομικού Σταθμού μια υπέροχη οπτασία με μάτια μπλε και πράσινα, πατώντας στον αέρα, χάνεται έξω στο φωτεινό σκοτάδι της τελευταίας ώρας της νύχτας πριν το χάραμα.
Πίσω από το τζάμι του ταμείου μια αλάνθαστη φιγούρα στα μπλε, φούστα – ζακέτα –ψηλά καλσόν και οροσειρές το στήθος και οι γλουτοί. Όμως το πρόσωπο, αυτό ήταν φουσκωμένο ακόμα από τον ύπνο. Με πάνω του κάποιες ρυτίδες του εφήμερου, που ήθελα να πιστέψω ότι είναι από μπιμπερό.
Στις παρυφές της νύχτας παρεπιδημούν φυλές, όπως αυτή που αποχαιρετά τους φαντάρους της. Ψηλές μπότες. Στενά μπλουτζίν σε βαθμό διαφάνειας. Γέλια. Μην κολλάμε στην εικόνα, παρακαλώ. Φτάνει. Παίρνω ταξί. Τρεις έκπαγλες γυναίκες στο πίσω κάθισμα έχουν μόλις φύγει από ένα Πολιτιστικό Κέντρο Γαβ, όπου τέσσερις μ….ς, όπως λέγαν, τις κερνούσαν. Τώρα κατευθύνονται σε ένα άλλο Π. Κ. Γαβ, όπου τις περιμένουν τέσσερις άλλοι μ….ς, όπως λεν, για να τις κεράσουν.
Τα κορίτσια στις παρυφές της νύχτας έχουν ενδιαφέρον. Αλλες είναι σαν σβησμένα κεριά κι άλλες σαν ισχυρό διαλυτικό. Αλλες σαν φούσκα του Χρηματιστηρίου. Κάποιες γυρίζουν μόλις από πάρτυ και κάποιες την ίδια στιγμή περιμένουν το πρώτο λεωφορείο για τη δουλειά.
Μπαίνω κι εγώ μες στο τραίνο και με παίρνει αμέσως ο ύπνος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου