Πέμπτη 12 Απριλίου 2007

Τα κουνέλια ζουν 60% περισσότερο όταν τα χαϊδεύεις (Μετρό, Αθήνα)

1
Είμαι στο Μετρό και παλεύω να συγκεντρωθώ στο κείμενό μου. Ορθια απέναντί μου μια κοπέλα με ένα ροζ κασκόλ. Η ακροτελεύτια ροζ φουντίτσα του στέκει μπροστά απ’ την ηβική της διώρυγα χωρίζοντάς την στα δυο, όπως ο Μωυσής την Ερυθρά Θάλασσα. Αδύνατον να συγκεντρωθώ στο ρόλο μου του γράφοντος. Εχω ταυτιστεί με το κασκόλ, κι εκστατικά χαζεύω το τοπίο…

2
Εξέρχομαι της αμαξοστοιχίας, βαδίζω στον υπόγειο Σταθμό. Εχω μόλις επαναταυτιστεί με τον εαυτό μου και ξαφνικά νοιώθω να γίνομαι λευκός, τετράγωνος, μικρός και να παίρνει ο αέρας. Μια (ξανθιά) κοπέλα κυνηγάει ένα χαρτάκι κι εκείνο διαφεύγει. Εγώ, που είμαι ευγενικός, σπεύδω να τη βοηθήσω να το πιάσει. Την ίδια στιγμή θυμάμαι ότι έχω χάσει ένα χαρτί όπως αυτά που σας γράφω τώρα. Πριν προλάβω να της πιάσω το χαρτάκι, σκύβει η κοπέλα και το μαζεύει.
Το δικό μου χαρτάκι πρέπει να έγραφε κάτι σε σχέση με τον απειροελάχιστο χρόνο και πόση αιωνιότητα μπορεί να κουβαλά… Προσπαθώ να θυμηθώ. Σκύβοντας η κοπέλα αποκαλύπτεται ένα τριγωνικό πορτοκαλί σομόν στριγκάκι που καδράρει υπέροχα ένα ωραίο σημείο του πλανήτη μας. Ξαφνικά αισθάνομαι τον απειροελάχιστο χρόνο κι όλο το άπειρο που κουβαλά μαζί του. Μετά αφήνω να με πάρει ο αέρας.


Sepolia (Αναζητώντας την Οαση)

Είναι μια περίεργη διαδρομή αυτή που οδηγεί από την ερημιά των τόπων, στην ερημιά των ανθρώπων κι αντίστροφα. Ξυπνάω από το κλάμα της κοπέλας που με φιλοξενεί. Κουβαλώντας το ένδοξο hang-over μου βαδίζω στα Σεπόλια.
Η ζωή αυτή, κάτω απ’ την Πατησίων, είναι όχι ακριβώς κόλαση μα μάλλον πουργατόριο, μια ζωή αναμονής για μετανάστες από το δεύτερο στον πρώτο κόσμο. Παλιά, μετανάστες απ’ τα ελληνικά χωριά, τώρα μετανάστες απ’ τα χωριά του υπόλοιπου κόσμου.
Εδώ πρέπει να γίνεται το πείραμα της επανίδρυσης του ελληνικού Εθνους καθώς πάλι ψηλοί και ξανθοί άνθρωποι του Βορρά θα αναμιχθούν με κοντούς και μελαχρινούς ανθρώπους του Νότου, έτσι όπως έγινε μεταξύ Αχαιών, Πελασγών και Δωριέων. Μετά θά ρθουν οι EL ξανά με τα διαστημόπλοιά τους και θα τους εκπαιδεύσουν πάλι να αποικήσουν μέχρι το Περού και την Τανζανία. Προς το παρόν τα Σεπόλια παραμένουν στη φρίκη τους, για τους περαστικούς και τους losers που δεν καταφέρνουν να φύγουν. Κλείνω τα μάτια και βλέπω τους ανοιχτούς ορίζοντες και τη βροχερή εθνική οδό. Κατευθύνομαι στο καφέ «Οαση», αλλά είναι λέει κλειστό, λόγω αντικατοπτρισμών. Καταλύω τελικά στο καφενείο «Ο Παράδεισος». Ανάμεσα σε νεοκλασικούς παππούδες και μετακομμουνιστικές σερβιτόρες. Το περίεργο, βρίσκομαι στη μέση μιας πόλης, που είναι φτιαγμένη όλη από ενοχή και ‘γω αισθάνομαι αθώος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου