Δευτέρα 16 Απριλίου 2007

Ο φόβος (Πουθενά)

Βλέπω πολύ τηλεόραση. Δεν ξέρω γιατί. Ισως από συνήθεια. Ισως γιατί φοβάμαι να βγω έξω, να αντιμετωπίσω την πραγματική ζωή. Γιατί όλοι κοιτάζουν και σχολιάζουν ό,τι κάνω. Γιατί είμαι ηλικιωμένος, μοναχικός, για οτιδήποτε. Τόσο, που τα κεφάλια που βλέπω να μιλάνε τα ψηφίζω και για αντιπροσώπους μου. Είναι οι μόνοι που έρχονται σπίτι να μου κάνουν παρέα. Αλλά τώρα τελευταία έχει αρχίσει να με φοβίζει πολύ. Φοβάμαι ότι θα μου ρίξουν οι Βόρειο Κορεάτες πυρηνική βόμβα στο μπάνιο. Οτι Αλβανοί με καλάσνικοφ θα μου πάρουν τις καταθέσεις απ’ την τράπεζα. Οτι θα ρίξει χαλάζι και πλημμύρες. Οτι ο βοσκός θα με πυροβολήσει στο δάσος. Οι Μουτζαχεντίν. Οι τρομοκράτες. Τα γριπωμένα πουλερικά. Κι επειδή ο φόβος είναι εθιστικός βάζω και μετά ταινίες το βράδυ, για να χαλαρώσω. Αμερικανούς να σκοτώνονται μεταξύ τους.



Το φυτό

Είχα φυτέψει μια κροκοδειλιά. Περίμενε υπομονετικά τα θηράματά της. Την πότιζα κροκοδείλια δάκρυα κι αυτή ανταπέδιδε με κροκοδείλια χαμόγελα. Ολη μέρα, τα κροκοδειλόκλαδά της την πέρναγαν παίζοντας τένις. Οι παρτίδες όμως δεν κράταγαν πολύ γιατί οι κροκόδειλοι κατασπάραζαν τα μπαλάκια. Η κυβέρνηση της Μπαλοχώρας καθησύχαζε τα μπαλάκια ότι όλα γίνονται για το καλό τους, αφού το τένις των κροκοδείλων συμβάλει στην ανάπτυξη των μπαλών τένις. Στο κάτω-κάτω, ας μην τους ψηφίζανε. Έτσι έχω φτιάξει ένα μικρό οικοσύστημα. Εδώ βάζω τους φόβους μου και της επιθυμίες μου να αλληλοφαγώνονται. Μέχρι να εξουδετερωθούν και να ησυχάσω κι απ’ τα δύο.


Τα σινιάλα των νταλικέρηδων (Εθνικής)

Τα πλοία της Εθνικής είναι οι νταλίκες. Μοιάζουν σαν δεινόσαυροι που ξέμειναν απ’ την εξέλιξη, πάνω στις διαδρομές. Με τα μεγάλα φώτα να αναβοσβήνουν χαιρέτισμα όταν συναντιόνται σε έρημους δρόμους. Οταν πας να τις προσπεράσεις και είναι επικίνδυνη φάση, στέκονται αριστερά και σε προστατεύουν από τον εαυτό σου. Μετά που ανοίγει ο δρόμος πάνε δεξιά και σου ανάβουνε σινιάλο το αριστερό φλας. Περνάς. Καμιά φορά αφηνιάζουν και περνάνε, καλπάζοντας στο έξω ρεύμα, κάποιο φορτηγό. Είναι η πάλη των ειδών. Περίεργο όμως πώς τότε δεν τρακάρουν. Η απάντηση ίσως να ‘ναι τελικά ότι η κάθε μια νταλίκα τρέχει στο δικό της Χρόνο-του- Ονείρου. Αφού ο κάθε νυσταγμένος νταλικέρης ξαναγίνεται aboriginal κι επικοινωνεί τηλεπαθητικά με τον ταχογράφο του, ξεκλέβοντας μια ακόμα τζούρα ύπνο. Έτσι, διαφορετικά επίπεδα ύπαρξης δεν συγκρούονται. (Ελπίζω. Ετσι όπως οδηγάω απόψε βράδυ).



Τα καφενεία (Ηλεία)

Συνηθίζω να πηγαίνω στα καφενεία στην επαρχεία. Εκεί οι γέροι βαριούνται γύρω από τραπέζια και παραέξω πέφτει ομίχλη. Ο χρόνος στάζει αργά σαν ορός. Τα φώτα σκάβουν στο σκοτάδι δίπλα στα τηλεγραφόξυλα. Μάλλον την ομίχλη την προκαλούν οι ίδιοι οι γέροι με την βαρεμάρα τους. Άσε που οι γέροι είναι κάθε ηλικίας. Βέβαια, απ’ την άλλη, καλό είναι γιατί σταματούν το χρόνο εντελώς. Έτσι που τρέχει εδώ ο χρόνος από τα αυλάκια της πόλης μας, θέλει κάπου να φρενάρει. Πριν κάψει εντελώς την φλάντζα. Εκεί πλέω στα καφενεία σαν να βρίσκω μικρούς φάρους σε βραχονησίδες στην άβυσσο, ναυαγός της νύχτας, με μια κούπα κρασί και ό,τι βγάλει η κατσαρόλα. Ανάμεσα σε ασυνάρτητες φωνές και τύπους που παίζουν δηλωτή. Η τηλεόραση καίει ερήμην σαν την σόμπα. Εδώ θα γίνω ο εξερευνητής της απουσίας μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου