Δευτέρα 16 Απριλίου 2007

Το είναι και το κάτι (Αμαλιάδα)

Στην αμμουδιά, στην παραλία, είχε υπέροχη χειμωνιάτικη λιακάδα. Ο Ρούλης θεώρησε σωστό να με βάλει στην συζήτηση που είχε με τον εαυτό του.
«…έχω πίτουρα στο μυαλό και θέλω να σώσω τον κόσμο;» αναρωτήθηκε ο Ρούλης.
Μετά μου διηγήθηκε πώς έσωσε ένα μωρό, από μια κακή τσιγγάνα που το τσιμπούσε για να κλαίει κι έτσι να γίνει πιο καλά η ζητιανιά.
«Δεν έχεις πίτουρα», του λέω.
«Άσε. Εγώ ξέρω πιο καλά» απάντησε. «Έχω».
«Ό,τι πεις, Σούλη».
Μετά πήρε το σοβαρό του ύφος (πράγμα που τον έκανε ν’ αλληθωρίσει λίγο), με κοίταξε και μου ανακοίνωσε: «Εμένα που με βλέπεις, ήμουν πάντα ένα τίποτα. Ποτέ ένα κάτι. Τ’ ακούς; Ποτέ!». Μετά άλλαξε το αλληθωρισμένο ύφος και επανήλθε.
«Λες να ‘μαι πάντα έτσι, ρε Τζίμη; Ένα τίποτα;»
Σκέφτηκα λίγο, συγκεντρωμένος στο να μην σκέφτομαι καθόλου, δεν τον κοίταξα και του απάντησα: «Είσαι ένα τίποτα και αυτό είναι κάτι…».
Ο Ρούλης χάρηκε. Μπορεί και να συγκινήθηκε. Πήγε να φέρει ένα κρασί ακόμα, για να με κεράσει. Τον άκουγα να μουρμουρίζει από μακριά. Άρχισα να γράφω στο μπλοκάκι μου.
«…που βλέπει άλλα/ και μ’ άλλο μάτι –
είσαι ένα τίποτα κι ένα καθόλου
και δεν με νοιάζει ολωσδιόλου…».
Σκεφτόμουν ακόρντα και τα σόλα που θα βάλω στον καινούργιο στίχο. Εν τω μεταξύ, ο Ρούλης είχε γυρίσει και συνέχιζε να μου μιλάει, αλλά δεν τον άκουγα πια. Δεν έχω την πολυτέλεια να υπάρχω συνέχεια, όπως ξέρετε. Να ‘μουν άραγε ένας ποταπός καλλιτέχνης που έβγαζε υπεραξία κείνη την στιγμή ή ένα δώρο για τον Ρούλη, δικαιολογητικό του τίποτα του;






Αριστοτέλειο (Θεσσαλονίκη)

Καθόμουνα με τον Αριστοτέλη στην πλατεία Αριστοτέλη και τα λέγαμε.
- «Δάσκαλε, τον πας τον Διογένη;»
- «Γιατί ρωτάς; Είπα τίποτα εναντίον του; Δεν του ‘δωσε respect στην Κόρινθο κι ο μαθητής μου;»
- «Ναι, αλλά δεν σε πειράζει που κοροϊδεύει την κοινωνία;»
- «Κι ο Αριστοφάνης κορόιδευε τον Σωκράτη, αλλά αυτό δεν έκανε τον Σωκράτη πιο μικρό. Ούτε τον Αριστοφάνη» (με κοίταξε).
- «Δηλαδή τον μεγάλο Αλέκο, δεν σε ενοχλεί που τον κοροϊδεύουν οι Ελληνάρες και τον κάνουν φλάμπουρο της χοντροκεφαλιάς τους; Αυτό δεν τον κάνει πιο μικρό;»
- «Ξέχασες τον ταξιτζή στο Κάιρο, που όταν είπες Ισκαντέρ σάς χάρισε την κούρσα; Οι λέξεις κλέβονται Μήτσο, όχι η ουσία τους!»
Έμεινα άγαλμα κι εγώ. Ο Μάστερ πάντα είχε τον τρόπο να βρίσκει το διαλεκτικό δίκαιο. Τώρα θα ‘πρεπε να μετονομαστεί η πλατεία σε πλατεία «Αριστοτέλη και Τζίμη». Ευτυχώς με έσωσε από την υπερέκθεση, ο φίλος μου ο Αριστείδης ο Δίκαιος που εκείνη την στιγμή ερχόταν από τα Λαδάδικα.
- «Τζίμη κατέβα από το άγαλμα. Πάμε να φύγουμε πριν μας εξοστρακίσουν».
«Που πας;», του λέω.
- «Στα Λαδάδικα!»
- «Καλά, πάμε…»
Χαιρέτησα τον Δάσκαλο και έφυγα. Άργησα να καταλάβω λίγο τι μου ‘πε ο Τέλης, αλλά τελικά είχε δίκιο. Αν η πραγματικότητα δε συμφωνεί με τις απόψεις μας, τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα.



Λίγο Μικρότερα ΜΕΓΑΛΑ ΑΝΑΠΑΝΤΗΤΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ

- Έχει ηχώ η φωνή της πάπιας;
- Μπορεί η κατάδυση να σε προστατεύσει από πυροβολισμό;
- Η μνήμη του χρυσόψαρου διαρκεί μόνο τρία δευτερόλεπτα;
- Ένα κέρμα που πέφτει απ’το Empire State Building, μπορεί να σε σκοτώσει αν σε πετύχει;
- Μπορεί ένας καρχαρίας να διαπεράσει μια βάρκα;

(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου