Δευτέρα 16 Απριλίου 2007

Τι ζωγραφίζεις; Ένα τίποτα!


…Απάντησε ο πιτσιρικάς που, σκυμμένος πάνω στο πινέλο του, ανακάτευε χρώματα απορροφημένος. Στο χαρτί πάνω αράδιαζε σπίτια, αστέρια, χαρούμενα, πονηρά ή λυπημένα πρόσωπα. Λόφους, πλοία, θάλασσες, διαστημόπλοια. Έναν κόσμο ολόκληρο από πράγματα που δεν υπάρχουν, αλλά την ίδια στιγμή έμοιαζαν απίστευτα πιο ζωντανά απ’ αυτά που υπάρχουν. Πόσο «κάτι» υπήρχε μέσα σ’ αυτό το «τίποτα»!... Για μια στιγμή, σκέφτηκα πόσο καλά θα ‘τανε όλα αυτά τα «κάτι» που υπάρχουν γύρω μας, στα πρόσωπά μας, στις πόλεις μας, να υποχωρούσαν, να άφηναν λίγο χώρο κι αυτόν να τον έπαιρνε το «τίποτα» του πιτσιρικά…

Ρωμανός. Όχι Σολωμός

Το βράδυ βλέπω τελευταία στον ύπνο μου το Σολωμό να ‘ρχεται και σαν κάτι να θέλει να μου πει. Ωραίος, σαν άνθρωπος που έχει γίνει παρανάλωμα του πάθους του, θέλοντας, μποέμ και μέθυσος εθνικός ποιητής, με σκουντάει και μου λέει: «Ρωμανού! Όχι Σολωμού, λέγεται η παραλία…». Μετά μου δείχνει έναν τυπάκο στο βάθος που παίζει ήσυχα το σάζι του, ενώ τριγύρω χορεύουν μπουλντόζες. Όπως Ρωμανού είναι η παραλία που εξιστορούσα την προηγούμενη φορά. Κύριε Διευθυντά της Μπρίζας, λάθος. (ανώτερο κ.λπ.…).

Ο βιασμός

Στις τηλεοράσεις καραδοκούσαν όλοι με αχόρταγο βλέμμα. Άνθρωποι δίνανε τη θέση τους ο ένας στον άλλο. Ένας βίαζε τον άλλο, προβάλλοντας ο καθένας τη δική του προσωπική εμπειρία βιασμού πάνω στους άλλους. Άντρες, γυναίκες. Έλληνες, Ανατολικοευρωπαίοι μετανάστες, Δυτικοευρωπαίοι επενδυτές. Υπουργοί, τηλεπαρουσιαστές, καθηγητές, γονείς. Στο τέλος μπερδεύτηκα. Μα ποιος είναι εδώ ο (πιο) ένοχος; Σκέφτηκα λογικά. Ό,τι πάντα. Αυτοί που (μια και φωνάζει ο κλέφτης πάντα), διαμαρτύρονται πιο δυνατά απ’ όλους, αμυνόμενοι της ηθικής ημών, κι όταν αλλάζουν τα δεδομένα πιο ένοχα σιωπούν. Μ’ αυτή τη σκέψη ηρέμησα. Έβγαλα την ουρά μου απ’ έξω.

Ο Υπεράνθρωπος

…κατάπιε δυο υπερστραγάλια, έριξε την μπέρτα του πίσω και βούτηξε στο κενό. Έσωσε ένα ραδίκι από ένα σαλιγκάρι που πήγαινε να το φάει, σώζοντας συγχρόνως και το σαλιγκάρι από μια στρουθοκάμηλο που παραλίγο να το πατήσει, ενώ ένας κυνηγός σημάδευε τη στρουθοκάμηλο κι έτσι έσωσε κι αυτήν παραμερίζοντας τον κυνηγό, ο οποίος κινδύνευε χωρίς να το ξέρει από μια μοτοσυκλέτα που ερχόταν καταπάνω του, ενώ ο αμέσως επόμενος στόχος του ήταν μια κολώνα της ΔΕΗ. Ο Υπεράνθρωπος έσωσε τον μοτοσυκλετιστή ενώ συγχρόνως έσωσε και την κολώνα από ένα κεραυνό που ετοιμαζόταν να πέσει πάνω της, χάρη στο αλεξικέραυνο δαχτυλάκι του. Ο κεραυνός σώθηκε, καθώς μέσω του αλεξικέραυνου υπερδάχτυλου, διοχετεύτηκε στο κύκλωμα της ΔΕΗ κι έτσι απέκτησε μια σταθερή δουλειά στο Δημόσιο, ενώ σταματώντας τον καμικάζι έσωζε τη χώρα από τα εκρηκτικά που κουβάλαγε μαζί του και σχεδίαζε να τοποθετήσει, μια και ήταν μέλος της Αλ Γκάιντα. Έτσι, άθελά του, έσωσε και την Αλ Γκάιντα, γιατί η όλη επιχείρηση παρακολουθείτο από τη Σκώτλαντ και θα το κάρφωνε στον Πρόεδρο Βους. Ο τύπος είχε το τηλέφωνο του Αρχηγού στην κωλότσεπη. Το πράγμα είχε αρχίσει να γίνεται πολύπλοκο. Εκείνη τη στιγμή, έπιασε με την υπερακοή του τον ήχο από ένα σμήνος ιπτάμενους δίσκους που ετοίμαζαν εισβολή στον πλανήτη. Τινάχτηκε επάνω και το επόμενο λεπτό τους είχε περικυκλώσει και σουτάρει στο Υπερδιάστημα. Έσωσε έτσι τον πλανήτη και μαζί τον Αρχηγό και τον πρόεδρο Βους.
Έκατσε στη σκιά ενός καταπέλτη να ξεκουραστεί. Χου ρε πούστη μου δουλειά!... σκέφτηκε. «Αυτή τη στιγμή θα ‘μουν αραγμένος με την Λόις Λέει Δε Λέει. Τα σώματά μας θα αγγίζονταν. Σε λίγο θα ανησυχούσα μήπως το υπερσπέρμα μου διατρυπούσε το λαχταριστό σώμα της Λέει Δε Λέει. Ω, φρίκη!»
Ο Υπεράνθρωπος πήρε το δρόμο για την καλύβα του.Άναψε το κερί και πριν το σβήσει σκέφτηκε: «Καλύτερα να την πέσω. Αύριο με περιμένει πάλι μια δύσκολη μέτα».
Ο Υπεράνθρωπος σηκώθηκε από το κρεβάτι του. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη του, έβαλε Μπρηλ-Κρημ, έφτιαξε τη χωρίστρα του και έπλυνε τα δόντια του. Η οδοντόκρεμα έγραφε «για πιο αστραφτερό χαμόγελο». Χαμογέλασε κι όντως άστραψε πάνω από την πόλη και τους ουρανοξύστες. Κοίταξε το ρολόι του και σκέφτηκε: «έχω αργήσει!»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου